ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ


ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια της Κοζάνης.
Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο.

Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του εστιάζονται στην ποίηση και τη λογοτεχνική κριτική.

Ποιήματα και κριτικά του κείμενα γύρω από τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση και πεζογραφία δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στην εφημερίδα Αυγή και στα περιοδικά Ακτή, Αντί, Διαβάζω, Ελίτροχος, Εμβόλιμον, Ένεκεν, Εντευκτήριο, Η Λέξη, Η Παρέμβαση, Μανδραγόρας, Νέα Εποχή, Νέα Εστία, Νέα Ευθύνη, Νέα Παιδεία, Νέα Πορεία, Οδός Πανός, Ο Παρατηρητής, Πάροδος, Πλανόδιον, Πολιτιστικά Δρώμενα, Πόρφυρας, Το Δέντρο, Τομές, To Tραμ, Φιλολογική, Φιλόλογος.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΘΑΝΑΣΗΣ
Επίθετο:  ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εργογραφία: 

Ποίηση

1982    Απόπειρα εξόδου 1975-1981, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

1985    Του ανταποκριτή μας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

1988    Μοντέλο σώματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα (21989).

1991    Ανοιγμένη φλέβα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

1996    Το περίστροφο της σιωπής, Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

2002    Τεστ κοπώσεως, Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

2010    Μικρές ανάσες, Μελάνι, Αθήνα ( 2η 2016)

2015    Χαμηλά ποτάμια, Μελάνι, Αθήνα

 

Μελέτες – Δοκίμια- Ανθολογήσεις

1995    Τα πρόσωπα του δράματος στο πεζογραφικό έργο του Μάριου Χάκκα, Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

1996    Βιβλιογραφία Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου 1948-1996, Παρέμβαση, Κοζάνη.

2003    Ματιές ενόλω. Αναγνωστάκης. Κύρου. Θασίτης. Χριστιανόπουλος. Ασλάνογλου. Μέσκος. Ευαγγέλου. Μάρκογλου, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα.

2006    Ανέστης Ευαγγέλου. Ο ποιητής. Ο πεζογράφος. Ο κριτικός, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα.

2010   Ο ποιητής και το ποίημα. Καρυωτάκης. Σαχτούρης. Κέντρου-Αγαθοπούλου. Δημουλά. Χριστιανόπουλος. Μάρκογλου. Γκανάς. Φωστιέρης, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα.

2013   Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, Μελάνι, Αθήνα.

2014    Ματιές ενμέρει. Κείμενα κριτικής 1993-2013, Μελάνι, Αθήνα

2017    Mατιές ενόλω ΙΙ. Σαχτούρης. Λειβαδίτης. Κωσταβάρας. Κέντρου-Αγαθοπούλου. Δημουλά. Λυκιαρδόπουλος. Νικηφόρου. Γκανάς. Μαυρουδής. Μπράβος. Μαρκόπουλος. Φωστιέρης, Μελάνι, Αθήνα

2018     Ο έγκλειστος της ερημίας. Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996), Εισαγωγή-ανθολόγηση, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος-Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα

2020  Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά. Δοκιμιακές ανιχνεύσεις, Μελάνι, Αθήνα

2021 Η λέξη της λέξης. Λογοτέχνες και γραφές, Μελάνι, Αθήνα 


Διεύθυνση: 

Κορυτσάς 3Β, 59132 Βέροια

 

E-mail: markop@sch.gr

www.thanasismarkopoulos.blogspot.com


Έτος γέννησης:  1951
Τόπος γέννησης:  Κρανίδια Κοζάνης
Τίτλος αποσπάσματος:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Κάθε που γελάς

 

Κάθε που γελάς
ένα γεράνι σκάει
στ’ αντικρινό περβάζι
Κάθε που στενάζεις
ένα κόκκινο μήλο
πέφτει στο χώμα

 

 

Κάτι με πνίγει

 

Το ασανσέρ
το δωμάτιο
η ζώνη
τα βατραχοπέδιλα

Κάτι με πνίγει

 

(Απόπειρα εξόδου 1975-1981, 1982)

 

 

Ο νεκρός του καφενείου

 

Χρόνια τώρα μετά τον Εμφύλιο
στέκει νεκρός στην καρέκλα του καφενείου
θαρρείς και τον δέσαν πισθάγκωνα
Οι Αρχές αποφάνθηκαν
πως δεν πρόκειται να μυρίσει
Είναι τόσο αραιοκατοικημένος ο τόπος
Πάντως για κάθε ενδεχόμενο
έχουν εντολή να τρενάρουν
την ανακοίνωση του θανάτου
όσο μπορούνε
Αποφεύγουν έτσι τις ανακρίσεις
και την πάντα πιθανή περίπτωση
να σπάσει ο διάολος το πόδι
στις διαδικασίες απόκρυψης στοιχείων
Η γνωστοποίηση του θανάτου εξάλλου
μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες
κι άντε να σταματήσεις τους χωριάτες
άμα το πάρουν χαμπάρι

 

 

Φοβάμαι

 

Φοβάμαι
τις βαθιές πολυθρόνες
το χτύπημα στον ώμο
το υποκριτικό χαμόγελο
υπάλληλων κι επιδομάτων
τη λείανση της αθλιότητας
φοβάμαι

Τρέμω
τα ογκώδη πρωτόκολλα
τη λογική των εκθέσεων
τις προσκλήσεις σε γεύματα
κι επίσημες δοξολογίες
Στη στοίχιση
με την εξουσία πιράνχας
πανικοβάλλομαι

 


(Του ανταποκριτή μας, 1985)

 

 

Παράξενος άνθρωπος

 

Βγαίνει απ’ το καβούκι του
μονάχα τη νύχτα
αρτιμελής σταλακτίτης σιωπής
όταν οι άλλοι επιστρέφουν οιμώζοντας
με κομμένα δάχτυλα
για να χαϊδέψουν τις μπαγιάτικες γυναίκες τους
και να σπαργανώσουν των τραυμάτων τα βρέφη
στη φόδρα του ύπνου

Τότε λοιπόν ξεπορτίζει
απ’ τις χαραμάδες της μνήμης
μ’ ένα μολύβι κρεμασμένο στον ώμο
κι επιστρέφει ξημερώματα
κατάκοπος
μ’ ένα ματωμένο ποίημα στη ζώνη

Παράξενος άνθρωπος
ο ποιητής

 

 

Προσωπογραφία

 

Εμένα ο πατέρας μου
είχε δυο χέρια βομβαρδισμένα τοπία
ένα ακρωτήρι στο βλέμμα
και στον ώμο ένα σάκο τριμμένο
με τα σύνεργα της επανάστασης
σκεπάρνι αλφάδι μέτρο μυστρί
κι ένα σφυρί

Το δρεπάνι το είχε στο κεφάλι

 


(Μοντέλο σώματος, 1988)

 

 

Το λεωφορείο των 12 μ.μ.

 

               στο Μάνο Νταουντάκη

Γύρω στα μεσάνυχτα μαζεύω από το κέντρο
τους τελευταίους ναυαγούς των κινηματογράφων
έρωτες ξεχασμένους και αργοπορημένους επισκέπτες
 φοιτητικών δωματίων
Συνασπισμένες μοναξιές
σαν τις αφίσες μιας απεργίας στην Αριστοτέλους
μοναξιές αυτόνομες όπως ιστός σημαίας
κοπέλες που κατεβαίνουν από τον έβδομο ουρανό
πυρπολημένες φρεγάτες
αγόρια που ανεβαίνουν από το υπόγειο του σώματος
με ανήσυχα σύννεφα
Στο τελευταίο δρομολόγιο
αναβοσβήνουν τα φεγγάρια στις διασταυρώσεις
σαν τα μάτια της Καίτης
Τις πλατιές λεωφόρους καταβροχθίζω ταχύτερα
ταχύτερα ερημώνω
στο τέρμα της συνοικίας φτάνω
λεωφορείο αδειανό φωταγωγημένο

 

 

Ο Γκεβάρα

 

        Με αφορμή μια φωτογραφία

Σε ατμοσφαιρικό μπαράκι
πίνεις γουλιά γουλιά την οδύνη
κόσκινο κάνοντας τη σιωπή
με αναμμένα τσιγάρα

Στο άλλο τραπέζι ο Γκεβάρα
θερισμένος κάμπος
Νύχτα φυσάει στα μαλλιά του
σβήνουν γύρω τ’ αστέρια τα κίτρινα

Από μια άποψη ήσουν τυχερός
δικέ μου Τσε
Έπαιξες κι έχασες
Εμάς έλα να δεις
που χάνουμε χωρίς να παίζουμε

 

 

Αγωγή έξωσης

 

Εγκαταλείπω το σώμα
εγκαταλείπω το σώμα
τέρμα πια οι αυταπάτες τα μεμψίμοιρα λόγια
Μαζεύω ήδη τα προσωπικά μου είδη
ένα δύο τρία δέντρα τρεις παλάμες ουρανό
τον καθρέφτη με το παγωμένο σου πρόσωπο
Εγκαταλείπω το σώμα
εγκαταλείπω τις γωνιές που σε προστάτευα
τις επικίνδυνες νύχτες
αυτήν την αίσθηση ευφροσύνης που διαποτίζει τον αέρα
τις κραυγές της χαράς και του πόνου
που σφήνωσαν στις χαραμάδες σαν καρφίτσες
Εγκαταλείπω το σώμα
εγκαταλείπω το σώμα
άλλοι άνθρωποι δίχως πρόσωπο
θα στεγάσουν τώρα τη γύμνια τους

(Ανοιγμένη φλέβα, 1991)

 

 

Το επόμενο ψέμα

 

Ως το λαιμό
ίσαμε τη σχισμή των χειλιών
στα σπήλαια της ανάσας
μπαινοβγαίνοντας
να παίζει η στάθμη των ερειπίων
και της πηχτής απόγνωσης
η μνήμη η αιμόφυρτη
των βυθισμένων ιδεολογιών
ώσπου να χαμηλώσει κράνος
ο ουρανός του βλέμματος
και να πεινάσει το φως
 
Τότε ανάψτε του το επόμενο ψέμα

 

 

Η μπαλάντα των δασκάλων

 

΄Εχουν κι οι δάσκαλοι
το δικό τους τρόπο
να διαφεύγουν το θάνατο

Κάθε που σημαίνει η ώρα
και χαμηλώνει το σύννεφο
καταφεύγουν στο γύρο των παιδιών
καμώνονται την Ελένη
χτενάκι σκαλώνουν στα μαλλιά
στρείδια στα βραχάκια τα στιλπνά
των κοριτσίστικων ματιών
στο γέλιο το τρεχούμενο
πέφτουν μουσκίδι γίνονται
στεγνώνουν στο φράχτη των δοντιών
φωτιά στα μαύρα τόπια
βάζει ξανά η μέρα


(Το περίστροφο της σιωπής, 1996)

 

 

Ο θεός που πεθαίνει

 

Μαύρο σκαθάρι του Θεού
ύπτια κείμενο
στην επιτραπέζια θάλασσα του λευκού
ποδηλατεί στον ουρανό
διανύοντας αποστάσεις εκπληκτικές του μάταιου
ώσπου μεγάθυμος εγώ
αν και δίχως γενειάδα
απ’ την κορφή μου κύπτοντας
μέσα σε νέφος ομίχλης από πίπα
σπίρτο σβηστό προτείνω
αιφνίδιο
κι ανάβει ο κόσμος τις φράουλες
στα γκρεμισμένα του μάτια

 

 

Ο ένοικος της τρίτης ερημίας

 

 

Αν τύχει και τηλεφωνήσετε σε άνθρωπο περασμένης ηλικίας που

ξέρετε πως ζει μονάχος του μη βιαστείτε να κλείσετε όσο πολύτιμος

κι αν είναι ο χρόνος σας όσο ανυπόμονους κι αν σας έκανε η ζωή μην

πείτε βγήκε ή ίσως πέθανε γιατί τότε δεν τρέχει τίποτα θέμα υπάρχει

αν ζει κι είναι στο σπίτι του μην κλείσετε λοιπόν δεν ξέρετε μπορεί

εκείνος στη λίγη συγκατάβαση που θα δείξετε ανήμπορος να σέρνεται

φίδι στο θερισμένο δάπεδο και να προφτάσει ο δύστυχος δεν ξέρετε

έτσι μ’ ένα τίποτα σώζεται ο άνθρωπος

 

 

 

Δήλωση μετανοίας

 

 

Είδα κι απόειδα νύχτες και νύχτες να διασχίζω τρένο μονάχο τις

παγωμένες εκτάσεις του λευκού πήρα λοιπόν τα μάτια τα σπασμένα

μου δόντια στη χούφτα και ήρθα

 

Βεγγαλικά ανέρχονται παγόνια στον ουρανό στίλβουν προσόψεις

μάτια χαμηλωμένα σαν άδεια ποτήρια  σάχλα κανάλια  μπάρμπεκιου

κι ο χρόνος στο πλευρό Αλιάκμονας ποταμός πλατάνια και

βελάσματα και μουλωχτό ρουμάνι κορίτσια διαβαίνουν στα ρηχά της

λεωφόρου σηκώνοντας τα σκοτάδια όνειρα ατέλειωτα στο μήκος της

ώρας

 

΄Αι σιχτίρ εγκράτεια είπα και χάρηκα που μπόρεσα κι εγώ να κάψω τη

μέρα κι επιβάτης του σώματος να φτάσω νύχτα στην όχθη του ύπνου

 

 

Βίος και πολιτεία του Χρίστου Βλαχάβα

 

 

στον Κλείτο Κύρου

 

 

Με φθαρμένα παπούτσια κι ένα παλτό τριμμένο της ΟΥΝΡΑ

κατηφόριζε για τον άλλο συνοικισμό τις άγριες νύχτες του χειμώνα ο

εκτελών χρέη νοσοκόμου στο χωριό Χρίστος Βλαχάβας εξόριστος

άλλοτε στα βράχια του Αιγαίου παραγωγός καπνού στα Κρανίδια

κατόπιν με σακατεμένη γυναίκα και τρία κορίτσια κατηφόριζε λοιπόν

μέσ’ απ’ το πλημμυρισμένο ρέμα με μόνο αστέρι το αναμμένο

τσιγάρο κι αφού έκανε την ένεση με τα σύνεργα που είχε ήδη

απολυμάνει στο κατσαρόλι η μονίμως γερασμένη γυναίκα έπαιρνε το

δρόμο της επιστροφής αφήνοντας πίσω του το φόβο και την υποψία

πως όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνονται για μια ιδέα

1985 μεσούντος του καλοκαιριού έγειρε ο Χρίστος Βλαχάβας χωρίς

ένα χέρι να στηρίζει τον ίσκιο του

 

 

(Τεστ κοπώσεως, 2002)

 


Το χούφταλο

 

Αυτό το χούφταλο που βλέπετε
να περιφέρει τη σκιά του αγόγγυστα
στους διαδρόμους των νοσοκομείων
αναζητώντας με απόγνωση ένα βλέμμα
για να στηρίξει το γκρεμισμένο μπόι του

Αυτό το χούφταλο που λέτε
γέννησε τη Μέριλιν Μονρόε
τη Ρόζα Λούξεμπουργκ
το Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ
εσάς που με διαβάζετε
εμένα που γράφω

 


To ούζο σώζει το Γαλιλαίο

 

Μετά το θρυλικό γονάτισμα
μπροστά στην Ιερά Εξέταση
το πρωινό εκείνο της 22ας Ιουνίου
του σωτήριου έτους 1633
ο Γαλιλαίος
τράβηξε πάλι για το στέκι του
ήπιε κατεξαίρεση
ένα ολόκληρο καραφάκι ούζο
και πήρε το δρόμο για το σπίτι
ευδαίμων που η γη ακόμα γύριζε
μαζί με το κεφάλι του 

 

 

Την απόγνωση σκέφτομαι

 

Την απόγνωση του τοπίου σκέφτομαι
όταν με τις πρώτες βροχές
βλέπει τους επισκέπτες του θέρους
να μαζεύουν βιαστικά τις ομπρέλες
να κλείνουν ερμητικά τα παράθυρα
να φεύγουν
αφήνοντας πίσω τους γούβες στην άμμο

Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι
όταν μετά την επιχωμάτωση αποσύρονται όλοι
και τον εγκαταλείπουνε μόνο

 

 

Είπα να γράψω

 

Είπα να γράψω ένα ποίημα για φίλο αγαπημένο
Είναι τόσο λυπημένος που έχασε τη μάνα του
αν και πλήρη ημερών
Πλήρη τρόπος του λέγειν γιατί εδώ που τα λέμε
ποια ηλικία μπορεί ν’ αποχαρακτηρίσει μια μάνα
Θέλω να δείξω λοιπόν την απέραντη στέπα της λύπης του

Σωπαίνει και μπάζει νερά η σιωπή
Κοιτάζει μέσα του βυθισμένα τοπία
Στενάζει κι ένα κύμα αιφνίδιο σβήνει τα μάτια

Τέτοιες στιγμές αφήνω το μολύβι και πιάνω το τηλέφωνο
Από την άλλη άκρη φτάνει αγαναχτισμένη η φωνή της μάνας
Διαμαρτύρεται για τις επανειλημμένες οχλήσεις μου
Μια φορά εγώ είμαι ευτυχής και δεν πα να μου φωνάζει εκείνη
Κλείνω το τηλέφωνο κλείνω και τα χαρτιά μου

Δε γράφεται το ποίημα με ξένο πόνο

 

 

Καφές στην Ελιά


 

Κηρύκου και Ιουλίττης σήμερα 15 του μηνός Ιουλίου και είμαι μπορώ

να πω ευτυχής παρά τα πενήντα πέντε χιόνια που βαραίνουν την

πλάτη μου


Πίνω την παγωμένη μοναξιά μου στην παραλία της Ελιάς κάτω απ’

τον ίσκιο των πουλιών έχω στη διάθεσή μου ένα ολόκληρο πούρο

πριν ξανακόψω οριστικά το κάπνισμα και η ημίγυμνη γκαρσόνα

γλάρος σερφάρει στα γαλάζια μου μάτια

 

 

Κάθομαι εδώ στην άκρη του σύμπαντος άκρως ασήμαντος χωρίς

ένα σύννεφο μες στο κεφάλι μου και χαζεύω γύρω ολόγυρα

ολόγυρα και πέρα ως τις εκπνοές του Αλιάκμονα το σταθμό

Λιτοχώρου ως κάτω στο Κάστρο εκεί που αίμα ζεστό το Zastava

ανέρχεται ακόμα τις φλέβες του Πλαταμώνα

 


 

Ο πατέρας σε ενέδρα


 

Ψάλτης στο χωριό εδώ και χρόνια ο πατέρας με γλυκιά αν και

ασθενική φωνή κατά κοινή ομολογία επιστρέφει από την εκκλησία

 

 

Τραπέζι πρώτο του χρόνου εκείνος κι εκείνη τα παιδιά και τ’ αγγόνια

τρώνε και πίνουν κρασί δικό του κι απάνω στο κέφι θυμάται τον

παλιό σκοπό τραπέζι χρυσοτράπεζο και χρυσοκεντημένο δεν ήμουν

νιος καμιά φορά δεν ήμουν παλικάρι και σπάζει η φωνή δακρύζει το

μάτι σαν κλήμα τα ίδια παθαίνει κι ο Κλείτος «δε φταίω εγώ που με

παίρνουνε τώρα πιο συχνά τα δάκρυα που ένας λυγμός ενεδρεύει

πάντα στην άκρη της φωνής μου»

 

Η μάνα τον αποπαίρνει ο γιος ενθαρρύνει κι εκείνος σπίτι που

καπνίζει στο χιόνι σιάζει τα μεγάλα του φρύδια ακουμπώντας με

δέος το βλέμμα στο τραπέζι του άλλου καιρού

 

 

(Μικρές ανάσες, 2010)


 


 

(Μικρές ανάσες, 2010)


 

 

Ολοκαύτωμα στο Δίο

 

Δε λέω

πολύτιμα κι ανεκτίμητα τα εκθέματα στο Δίο

όμως εγώ χωρίς κανένα δισταγμό

όλα τα χαλαλίζω

για κείνο το λαχταριστό μελαχρινό κορίτσι

που μισοβυθισμένο στο λινό του φόρεμα

λάμπει σαν τύψη στη γωνιά

φρουρώντας το ανήλεο σκότος

 

 

Οι γιαγιάδες

 

 

Πάνε πια οι γιαγιάδες του παλιού καιρού

οι μαυροφόρες εκείνες που ξέραμε 

με τα βαριά φουστάνια το σφιχτοδεμένο μαντίλι

οι φαφούτες εκείνες με το τσαλακωμένο πρόσωπο

το δειλινό στο βλέμμα

τώρα οι γιαγιάδες αλλάξανε

απόχτησαν τρόπους ντεκολτέ διαζύγια

πρόσωπα σιδερωμένα και στίλβουν

βάφουν τους πόθους ενυδατώνουν το ψέμα τους

εκβάλλουν στα μικρά café σερφάρουν

μα σαν έρθει η ώρα που σπάζουν οι φλέβες

και το αίμα ξαναβρίσκει το χρώμα του

τρέχουν να κρυφτούν πανικόβλητες

πίσω απ’ τη φυλλωσιά της δικής τους γιαγιάς

σαν άλλοτε που γύφτος έφτανε

ο φόβος στην πόρτα τους

 

 

Η επέλαση των νέων

 

 

Επέρχονται

με προβολείς και ταμπούρλα

 

Έχουν το χρόνο στο πλευρό

τον πυρετό στο βλέμμα

 

Επέρχονται

και πριν καλά καλά ανέλθουν

βεγγαλικά στον ουρανό

κατέρχονται

ενώ ήδη ανέρχεται

η νέα νεότης

 

 

Αναλογίες

 

 

Να γέρνει το βράδυ

μαύρη φτερούγα στην Κοζάνη

κι εσύ να μπαίνεις

στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ

για το Τσοτύλι

 

Να πέφτει το βράδυ

μαύρο μπαμπάκι στην Αθήνα

κι εσύ να παίρνεις

το λεωφορείο του ΚΤΕΛ

για την Κοζάνη

 

Αντί να πάρεις το περίστροφο

για την Πρέβεζα

 

 

Το απολωλός ποίημα

 

 

Έμπαινα στο ποίημα

με τ’ άσπρα πανιά μου στο φουλ φουσκωμένα

πλήθη στην προκυμαία τσακίζανε χέρια

μπάτης κι έπαιρνε το σώμα στις μνήμες

 

Έμπαινα ήδη στο ποίημα

με ανασκουμπωμένα μανίκια

παντόφλες ευρύχωρες και λάσκα πιτζάμα

τρένο υπέροχα μόνο

στην απέραντη ερημία της χάρτινης στέπας

 

Έμπαινα επιτέλους στο ποίημα

εν πλήρει στύσει

σκαμπανέβαζα πες σε κρεβάτι τριζάτο

όταν αναπάντεχο μ’ έκοψε τηλεφώνημα

 

Καφές στη Δεσκάτη

 

              στον Μιχάλη Γκανά

 

Περαστικός απ’ τη Δεσκάτη ένα καλοκαίρι είπα να δροσιστώ λιγάκι

στην περίκλειστη σαν κούπα πλατεία της

 

Έπινα τον καφέ μου που λες κάτω απ’ το πλατάνι όταν αίφνης

–ποιος να το ’λεγε– κάθεται στο τραπέζι μου αμίλητος και

νυχτωμένος ο Χρήστος Μπράβος

 

Καλώς τον λέω έκπληκτος τι να σου προσφέρω

Έναν σκέτο λέει κι ανάβει τσιγάρο

Τι κάνεις ρωτάω γράφεις τίποτα καινούριο

Τι να γράψεις αποκρίνεται χωρίς το θάνατο πάνω απ’ το κεφάλι σου

κι ένα κύμα καημού σκεπάζει τα λόγια του

Καπνίζεις βλέπω καπνίζεις ακόμα παρατηρώ αμήχανα

Δε βαριέσαι λέει εμένα με σκότωσαν τα ποιήματα με το σκοτάδι τους

όχι το τσιγάρο με το φαρμάκι του

 

Εκείνη την ώρα σήμανε το ρολόι της πλατείας κι όπως έκανε να

φύγει τα δέοντα στον Μιχάλη λέει και τράβηξε χαμηλά για τον

Αλιάκμονα ενώ πίσω του έριχνε τα μήλα της η μαύρη μηλιά του

 

 

 

Οι δυσχέρειες μιας εκτέλεσης

 

Με τη φωτογραφία ασχολούμαι μόλις εσχάτως

 

 

Καταγράφω πλάνα που δεν εμπίπτουν στο νόμο περί προσωπικών

δεδομένων δέντρα που γέρνουν γυμνά τοπία σπίτια γονατισμένα και

σκύλους αγύρτες σε πάρκα και δρόμους

 

 

Πρόσωπα φωτογραφίζω ελάχιστα και μάλιστα οικείων

Μονάχα σε μια περίσταση μπλοκάρω τελείως

 

Καθώς στο μνήμα του προσφάτως θανόντα πατέρα βάλαμε μια

φωτογραφία του από το αρχείο μου –εξαιρετική κατά κοινή

ομολογία– κάθε που πάω να φωτογραφίσω τη μάνα σκέφτομαι

αυτομάτως εάν η στάση είναι κατάλληλη για μια τέτοια περίπτωση

και καμιά δε συμβαίνει να είναι αλλά πώς να πεις στη μάνα να κάνει

λίγο πιο κει να ’ναι μονάχη να βάλει και το καλό της μαντίλι πώς να

σκοτώσεις τη μάνα πριν την ώρα της μόνο και μόνο για να ’χεις

αύριο μια ψευδαίσθηση αθανασίας επάνω στην αδιάψευστη

αλήθεια του θανάτου

 

 

 (Χαμηλά ποτάμια, 2015)


Διακρίσεις: 

Υποψήφιος Κρατικού βραβείου ποίησης 2011 και 2016 για τις ποιητικές συλλογές Μικρές ανάσες και Χαμηλά ποτάμια. Υποψήφιος Βραβείου δοκιμίου του περιοδικού Ο Αναγνώστης (2014) για το βιβλίο Ένα πουλί στην άσφαλτο. Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου.


E-mail:  markop@sch.gr
Website:  http://thanasismarkopoulos.blogspot.com/
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ