ΑΣΤΕΡΙΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ


ΑΣΤΕΡΙΟΥ, ΧΡΗΣΤΟΣ

Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στην Αθήνα, στο Βίρτσμπουργκ και στην Ζυρίχη.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΧΡΗΣΤΟΣ
Επίθετο:  ΑΣΤΕΡΙΟΥ
Εργογραφία: 

Το γυμνό της σώμα και άλλες παράξενες ιστορίες, διηγήματα, εκδ. Πατάκη 2003
Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη. Μια αληθινή ιστορία, μυθιστόρημα, εκδ. Πατάκη 2006

Συμμετοχή σε ανθολογίες:
Γρανίτα από λεμόνι (συμμετοχή με το διήγημα "Ο πιανίστας"), Κέδρος 2004
Hotel Βιζυηνός. Με τον Βιζυηνό αλλά και χωρίς αυτόν. Συμμετοχή με την νουβέλα «Μάσιγγα ή το πραγματικό ταξίδι», Πατάκης 2006
Ονόματα (συμμετοχή με το διήγημα «Johnny Cash: Τελευταία Νύχτα», Κέδρος 2008

Μεταφράσεις:
Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ: Χρόνια φιλοσοφικής μαθητείας, Πατάκης 2006

Επιμέλειες:
«Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας»: Δ.Π. Παπαδίτσας: Επιστολές στον Ε.Χ. Γονατά 1960-1965, Πατάκης 2001


Διεύθυνση: 

Χελιδονούς 47
14564 Νέα Κηφισιά


Έτος γέννησης:  1971
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΑ ΡΕΜΒΗ
Κείμενο αποσπάσματος: 



ΤΟ ΦΩΣ ΕΦΤΑΝΕ ΔΥΣΚΟΛΑ ΩΣ ΤΟ ΣΑΛΟΝΙ, σκάλωνε στις γρίλιες και περνούσε λαθραία στο χώρο που έμοιαζε να αποκρούει τους φωτεινούς χυμούς τής καινούργιας μέρας και να ενοχλείται από την εισβολή ακόμα κι αυτού του ελάχιστου φέγγους. Αν και μεσημέρι, και μάλιστα απρόσμενα ηλιόλουστο, στο ευρύχωρο δωμάτιο, πίσω απ' τα κατεβασμένα παντζούρια, επικρατούσε το ημίφως και μια ελαφρά παγωνιά. Ο παλιός πολυέλαιος στο κέντρο του διέχεε μια θαμπή, ηλεκτρική λάμψη. Η μυρωδιά τού χώρου βαριά και ακαθόριστη, ένα συμπίλημα οσμών (φαγητών, καπνού, ανθρώπινης σάρκας και άυλων αντικειμένων), οι οποίες ωστόσο αδυνατούσαν να σχηματίσουν ενιαίο σώμα, κι ενώ η κάθε μια τους είχε χάσει τον αρχικό χαρακτήρα που την έκανε άμεσα αναγνωρίσιμη έχοντας ξεθυμάνει οριστικά, αιωρούνταν η μια μέσα στην άλλη, η μια δίπλα στην άλλη σε ένα αέρινο κι αόρατο αμάλγαμα, μάλλον δυσάρεστο παρά ερεθιστικό για την ασκημένη μύτη. Αραιά και πού κάποια συγκεκριμένη οσμή κατάφερνε να υπερισχύσει των άλλων, να γίνει αντιληπτή, μα πάντοτε για ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου και μόνο, αφού η απροσδιοριστία τής μυρωδιάς επέστρεφε για να επικρατήσει άμεσα. Ο Ρέμβης, σαστισμένος ακόμα από την χειραψία και την γνωριμία του με την γυναίκα που του είχε συστηθεί με το όνομα Μαρίκα Ναβάρου, σταύρωσε αμήχανα τα χέρια και, καθισμένος σε μια από τις παλιές πολυθρόνες, κοίταξε ανέκφραστος τριγύρω περιμένοντάς την να επιστρέψει από την κουζίνα με το τσάι που είχε προθυμοποιηθεί να του σερβίρει.
Οι τοίχοι τού σαλονιού της ήταν ντυμένοι με λευκές ταπετσαρίες. Απ' το ψηλότερο σημείο τους καταφύονταν διάφορα σχέδια με λουλούδια, σαν βγαλμένα από κατάλογο μουσείου φυσικής ιστορίας. Ανά τετράδες, κάτω από τα ζωγραφισμένα άνθη, τα οποία έμοιαζαν να ευδοκιμούν στην υγρασία ενός φανταστικού θερμοκηπίου που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό τού διαμερίσματος, υπήρχαν με μικρά καλλιγραφικά γράμματα οι ονομασίες τους: mathiola incana - άσπρες βιολέτες που ο ζωγράφος αγαπούσε ιδιαίτερα, althaea rosea - λουλούδια μεγάλα και λεπτά σε κόκκινο και κίτρινο χρώμα, claytonia virginica - άνθη ρόδινα με νευρώσεις ομοιόχρωμες σε βαθύτερο τόνο. Δεξιά κι αριστερά από τον τριθέσιο καναπέ δύο χαμηλά στρογγυλά τραπεζάκια με τα ίδια πορσελάνινα λαμπατέρ και κάμποσα μικρά αντικείμενα, ένα κομψό κεχριμπαρένιο κομπολόι, τασάκια τετράγωνα με παραστάσεις από την αρχαία Αίγυπτο, ένα ασημένιο σφυρήλατο μικροσκοπικό ομοίωμα ληκύθου στην επίσης ασημένια βάση της, χαμηλά κηροπήγια σε μορφή λυχναριών με λευκά κεριά περασμένα στα όρθια καρφιά τους. Τα παχιά -χειροποίητα το δίχως άλλο- χαλιά που κάλυπταν κάθε εκατοστό του πατώματος ήταν αρκούντως εντυπωσιακά παρά το γεγονός ότι οι ραφές από τα κρόσια είχαν ξηλωθεί σε κάποια σημεία αποτελώντας μικρή παραφωνία στην φαινομενικά αδιατάρακτη τάξη των αντικειμένων. Απέναντί του, στον άλλο τοίχο, ακριβώς κάτω από μια μεγάλη ταπισερί που απεικόνιζε μια ειδυλλιακή σκηνή στο ξέφωτο κάποιου δάσους, όπου τρεις εύσωμες κορασίδες αναγεννησιακής ομορφιάς τραγουδούσαν ξαπλωμένες σε μια μεγάλη, τετράγωνη πετσέτα κραδαίνοντας πήλινες στάμνες, δέσποζε το πιάνο, ένα Grotrian-Steinweg αστραφτερό και καλογυαλισμένο, σαν μαύρο, κλειστό φέρετρο. Η παρουσία του επισκίαζε τα πάντα, η υποβολή που δημιουργούσε, ακόμα και ανενεργό, ήταν τέτοια που μαγνήτιζε ακαριαία τη ματιά, η λακαρισμένη επιφάνειά του καταλάμβανε έτσι κι αλλιώς με τον όγκο της τον μεγαλύτερο χώρο του σαλονιού, το μαύρο χρώμα επέβαλλε μια αίσθηση οριστικότητας, αρχικώς δυσάρεστης μεν αλλά και μεγαλειώδους, που συνεπήρε ευθύς εξαρχής τον ζωγράφο, ο οποίος θυμήθηκε προηγούμενες βραδιές όταν το κλειδοκύμβαλο ηχούσε ως κάτω, κι αναπαρέστησε στο μυαλό του τα εύθραυστα χέρια της Μαρίκας Ναβάρου να ανεβοκατεβαίνουν στα πλήκτρα τού κλαβιέ.


E-mail:  asteriouchristos@hotmail.com