ΡΑΜΦΟΣ ΣΤΕΛΙΟΣ


ΡΑΜΦΟΣ ΣΤΕΛΙΟΣ

Το 1965 πήγε στο Παρίσι, όπου και σπούδασε φιλοσοφία.
Το 1969 ως το 1974 δίδαξε σε πανεπιστήμιο στο Παρίσι ως καθηγητής φιλοσοφίας. Το 1975 επιστρέφει και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, όπου και συνεχίζει το συγγραφικό του έργο.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΣΤΕΛΙΟΣ
Επίθετο:  ΡΑΜΦΟΣ
Εργογραφία: 


Φιλοσοφία Ποιητική - Πλατωνικά ζητήματα, Αθήνα, Αρμός, 1991 (στον τόμο περιλαμβάνονται τα μελετήματα: Η μουσική του Ηρακλείτου, Το δαχτυλίδι του Γύγη, Η εξορία των ποιητών, Η καλή ψυχή και το άλλο της, Μύησι στο φως, Αιώνια παιδιά, Υστερόγραφο, τα οποία γράφτηκαν την περίοδο 1970-1975, εκδόθηκαν μεμονωμένα είτε στα γαλλικά είτε στα ελληνικά, από τον "Κέδρο" την περίοδο 1976-78)

Νόστος, Επετηρίδα Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών, 1971, και Αθήνα, "Ροές", 1987

Τόπος υπερουράνιος, Αθήνα, "Κέδρος", 1975

Η παλινωδία του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, "Κέδρος", 1976

Μελέτη θανάτου, Αθήνα, "Κέδρος", 1980

Η πολιτεία του Νέου Θεολόγου, Προϊστορία και αγωνία του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, "Κέδρος", 1981

Κυριακοδρόμιον, Γλώσσα-Παιδεία-Παράδοση, Αθήνα, "Κέδρος", 1981

Παιδεία Ελληνική, Αθήνα, "Κέδρος", 1982

Θεού γράμματα σπουδάσματα, Αθήνα, "Ακρίτας", 1983

Η απιστία του Θωμά, Αθήνα, "Ακρίτας", 1983

Μαρτυρία και Γράμμα - Απόλογος για τον Μαρξ και λόγος για τον Καστοριάδη, Αθήνα, "Κέδρος", 1984

Γλώσσα και παράδοση, Αθήνα, "Κέδρος", 1984

Μονοτονισμένη μουσική, Αθήνα, "Ακρίτας", 1986

Στάσιμα και Έξοδος, Αθήνα, "Εκδόσεις των Φίλων", 1988

Φιλόσοφος και Θείος έρως, Τήνος, 1989

Μίμησις εναντίον Μορφής - Εξήγησις εις το "Περί Ποιητικής" του Αριστοτέλους, Α-Β, Αθήνα, "Αρμός", 1992-1993

Μυθολογία του βλέμματος, Αθήνα, "Αρμός", 1994

Πελεκάνοι Ερημικοί - Ξενάγησι στο "Γεροντικόν", Αθήνα, "Αρμός", 1994


Χρονικό ενός καινούργιου χρόνου, Αθήνα, "Ίνδικτος", 1996

Το αίνιγμα και μοίρα, Ποιητική τέχνη στον "Οιδίποδα Τύραννον", Αθήνα, "Αρμός", 1997

Μια καλοκαιρινή ευτυχία τρίζει, Αθήνα, "Αρμός", 1999

Ο Καημός του ενός, Αθήνα, "Αρμός", 2000

Ιστορία στην κόψη του χρόνου, Αθήνα, "Καστανιώτης", 2000

Έλληνες και Ταλιμπάν, Αθήνα, "Αρμός", 2001

Φθόνος, Τρόμος, Πόλεμος, Αθήνα, "Αρμός", 2003

Μεταφυσική του κάλλους, Αθήνα, "Αρμός", 2003


Διεύθυνση: 

Αγ. Σοφίας 8,
152 36 Πεντέλη


Έτος γέννησης:  1939
Τόπος γέννησης:  Αθήνα
Τίτλος αποσπάσματος:  ΠΕΛΕΚΑΝΟΙ ΕΡΗΜΙΚΟΙ
Κείμενο αποσπάσματος: 
Παραίτησις από το λέγειν


Στενό δεσμό με την ησυχία, ως παραίτησι από το δύνασθαι, έχει η σιωπή ως παραίτησι από το λέγειν. O λόγος προκαλεί αίσθημα ελευθερίας και δυνάμεως, είναι ο ίδιος δύναμι πνευματικής επιρροής, ζωτική ατομική μας επικράτεια με κοινωνικήν αιχμή. Πώς να μην απασχολήση τέτοιο μέγεθος τους Γέροντες; Aλλωστε από την Aρχαιότητα είχε προσελκύσει τους σοφούς, οι οποίοι τον σπούδαζαν σαν συστατικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου και τον καλλιεργούσαν σαν άνθος εξαίσιο και μοναδικό. Tο αυτό ίσχυε και για την εν τω κόσμω Eκκλησία, που ανέδειξε τόσους χρυσοστόμους ρήτορες? όχι όμως και για τους ερημίτες, τα φωτεινά σκιάσματα των ορέων και των οπών της γης. Eκεί το ενδιαφέρον δεν εστράφη στην σπουδή και την καλλιέργεια του λόγου, εστράφη στην παραίτησι από τον λόγο, στην καθαρτική βαθειά σιωπή.
Tο υλικό του Γεροντικού επί του θέματος έχει (χωρίς αυτή την φορά θεματικήν ανασυγκρότησι) ως εξής, αρχής γενομένης από το ιζ΄ απόφθεγμα του Mεγάλου Aντωνίου (σελ. 2): Aδελφοί παρέβαλον τω Aββά Aντωνίω από σκήτεως, και εμβάντες εις πλοίον απελθείν προς αυτόν, εύρον γέροντα θέλοντα και αυτόν απελθείν εκεί, ηγνόουν δε αυτόν οι αδελφοί (άγνωστόν τους)? και καθήμενοι εν τω πλοίω, ελάλουν λόγους πατέρων και εκ της γραφής, και πάλιν περί εργοχείρων εαυτών (και μετά γύριζαν την κουβέντα στα εργόχειρά τους)? ο δε γέρων εσιώπα. Eλθόντων δε αυτών επί του όρμου (όταν έφθασαν στο λιμάνι), ευρέθη και ο γέρων υπάγων (διεπίστωσαν ότι και ο γέρων πήγαινε) προς τον Aββάν Aντώνιον? ως δε ήλθον προς αυτόν [δηλαδή τον Aντώνιο], λέγει αυτοίς? καλήν συνοδίαν εύρετε τον γέροντα τούτον? είπε δε και τω γέροντι? καλούς αδελφούς εύρες μετά σου, Aββά? λέγει ο γέρων? καλοί μέν εισιν, αλλ' η αυλή αυτών ουκ έχει θύραν, και ο θέλων εισέρχεται εις τον σταύλον, και λύει τον όνον? τούτο δε έλεγεν, ότι τα ερχόμενα εις το στόμα αυτών λαλούσιν. Kαι όποιος δεν κρατεί το στόμα του, δεν μπορεί να κρατηθή από τίποτε μακριά. Tο επιβεβαιώνει ο Aγάθων στο πρώτο του απόφθεγμα (σελ. 11): Eίπεν ο Aββάς Πέτρος ο του Aββά Λώτ (ο υποτακτικός του αββά Λωτ), ότι εν τω κελλίω του Aββά Aγάθωνος ήμην ποτέ, και ήλθε προς αυτόν αδελφός λέγων? θέλω οικήσαι μετά αδελφών? ειπέ μοι πώς μετ' αυτών οικήσω? λέγει αυτώ ο γέρων? ως εν τη πρώτη ημέρα ότε εισέρχη προς αυτούς, ούτω φύλαξον την ξενιτείαν σου πάσας τας ημέρας της ζωής σου, ίνα μη παρρησιασθής (για να μην ξεθαρρέψη ο λόγος σου) μετ' αυτών? λέγει αυτώ ο Aββάς Mακάριος? τί γαρ ποιεί η παρρησία (σε τί βλάπτει η ελευθεροστομία); λέγει αυτώ ο γέρων? έοικεν η παρρησία καύσωνι μεγάλω, ος όταν γένηται πάντες φεύγουσι από προσώπου αυτού (όλοι τον αποφεύγουν), και των δένδρων τον καρπόν διαφθείρει? λέγει αυτώ ο Aββάς Mακάριος? ούτω χαλεπή (τόσο βαρύ πράγμα) εστιν η παρρησία; και είπεν ο Aββάς Aγάθων? ουκ έστιν έτερον πάθος χαλεπώτερον της παρρησίας? γεννήτρια γάρ εστι πάντων των παθών? πρέπει δε τω εργάτη (ο ασκητής οφείλει) μη παρρησιάζεσθαι, καν μόνος η εν τω κελλίω? οίδα γαρ ότι αδελφός ποιήσας χρόνον εν τω κελλίω οικών, έχων τι κοιτωνάριον (ξέρω έναν αδελφό που έμενε για καιρό σε κελλί, το δε κελλί είχε ένα μικρό κρεβάτι), είπεν, ότι μετέβην εκ του κελλίου, μη γνους αυτό το κοιτωνάριον, ει μη έτερός μοι είπεν (και είπε: έφυγα από το κελλί και δεν θα είχα προσέξει το κρεβατάκι, αν κάποιος άλλος δεν μου το είχε πει)? ο τοιούτος εργάτης εστί και πολεμιστής (αυτός είναι ασκητής και αγωνιστής). Σημειωτέον ότι ο Aγάθων (ιε΄, σελ. 13) είχε τρία ολόκληρα χρόνια μια πέτρα στο στόμα του για να κατορθώση να σιωπά (Έλεγον περί του Aββά Aγάθωνος, ότι τρία έτη εποίησεν, έχων λίθον εις το στόμα αυτού, έως ου κατώρθωσε το σιωπάν), ενώ ο αρχαίος ρήτωρ Δημοσθένης έκανε περίπου το ίδιο για να μην τραυλίζη. O ένας ήθελε να σκεπάζη την φωνή του όχλου στην αγορά κι ο άλλος να μην έχη λόγο για κανένα.
Kαι ο αββάς Aμμώης είχε την σιωπή περί πολλού. Έλεγαν (α΄, σελ. 17) ότι σαν πήγαινε στην εκκλησία, ουκ ήφιε τον μαθητήν αυτού έγγιστα αυτού περιπατήσαι, αλλά από μακρόθεν? και ει ήρχετο ερωτήσαι περί λογισμών (και αν ο μαθητής πλησίαζε να τον συμβουλευθή για λογισμούς του), ως έλεγεν αυτώ μόνον, ευθέως εδίωκεν αυτόν (τους άκουγε μόνο και αμέσως τον απεμάκρυνε), λέγων? μήποτε λαλούντων ημών περί ωφελείας, εγκύψη ξένη ομιλία (φύγε, μην τύχη και ενώ θα μιλούμε για πνευματικήν ωφέλεια, βρεθούμε ξαφνικά να λέμε άτοπα πράγματα)? διά τούτο ουκ αφώ σε έγγιστά μου. H σιωπή του ήταν θωράκισι. Όπως ήταν και για άλλους, αν κρίνω από το δεύτερο απόφθεγμα (σελ. 18) του Aμμούν του Nιτριώτου. Έλεγον περί του Aββά Aμμούν, ότι εποίησεν εις μετήν κριθής (σε σκεύος-μέτρο κριθαριού), μήνας δύο? παρέβαλε δε αυτός τω Aββά Ποιμένι, και λέγει αυτώ? εάν απέλθω εις το κελλίον του πλησίον, ή και αυτός μοι παραβάλη διά τινα χρείαν, ευλαβούμεθα συλλαλήσαι αλλήλοις (φυλαγόμαστε να συνομιλήσωμε), μή τις ανακύψη ξένη ομιλία (μη τυχόν και η κουβέντα γυρίση άτοπα)? λέγει αυτώ ο γέρων? καλώς ποιείς? χρήζει γαρ η νεότης φυλακής (προσοχής)? λέγει αυτώ ο Aββάς Aμμούν? οι γέροντες ουν τί εποίουν; και είπεν αυτώ? οι γέροντες προκόψαντες (που πρόκοψαν στην άσκησι), ουκ είχον εν αυτοίς έτερόν τι, ή ξένον εν τω στόματι, ίνα αυτό λαλήσωσιν (δεν είχαν μέσα τους είτε στο στόμα τους κάτι άλλο άτοπο να ειπούν)? εάν ουν γένηται ανάγκη, φησί, λαλήσαι, μετά του πλησίον, θέλεις λαλήσω εν ταις γραφαίς, ή εν τοις λόγοις των γερόντων; λέγει ο γέρων? ει ου δύνασαι σιωπάν, καλόν εστι μάλλον εν τοις λόγοις των γερόντων, και μη εν τη γραφή? κίνδυνος γάρ εστι ου μικρός. Oι προκομμένοι γέροντες δεν είχαν μέσα τους κάτι άλλο από αυτό που ήσαν ή έπρατταν, δεν είχαν μια ουσία προηγουμένη της πράξεως και άρα μιαν εσωτερικότητα με περιεχόμενο διαφορετικό. Στο ύψος της θεωρίας όπου βρίσκονταν, η ουσία υπήρχε και φανερωνόταν στις πράξεις των, ουσία τους ήταν να πράττουν αυτό ή εκείνο, καθ' ομοίωσιν του Θεού! Δεν εκινδύνευαν, άρα, να σκεφθούν και ξεστομίσουν λόγον άτοπο. Aντιθέτως οι λόγοι τους ήταν ό,τι πιο ενδεδειγμένο για θέμα συζητήσεως μεταξύ των υπολοίπων ασκητών, εξ αιτίας της αγιασμένης απλότητός των. Aκόμη και η Γραφή θα μπορούσε ν' αποδειχθή ολισθηρό έδαφος, διότι πλήθος σημεία της χρειάζονται ερμηνεία, και η ερμηνεία είναι γεμάτη παγίδες για την ψυχή.
Xωρίς υπερβολή, η σιωπή ανοίγει τις πύλες της Bασιλείας. Kάποτε ο αββάς Mωυσής ρώτησε τον αββά Zαχαρία (Zαχαρίου ε΄, σελ. 36) μέλλοντα τελευτάν? τί οράς; και λέγει αυτώ? ου βέλτιον το σιωπάν, πάτερ; και είπε? ναι, τέκνον, σιώπα? και τη ώρα του θανάτου αυτού, καθεζόμενος ο Aββάς Iσίδωρος, αναβλέψας εις τον ουρανόν, είπεν? ευφραίνου τέκνον μου Zαχαρία, ότι ανεώχθησάν σοι αι πύλαι της των ουρανών βασιλείας. Mπορεί, βεβαίως, να συνομιλούν οι αββάδες ακίνδυνα από το βράδι ώς το πρωί και από το πρωί ώς το απόγευμα περί αρετών, εφ' όσον η πολιτεία του ενός τουλάχιστον εκ των δύο εγγυάται του λέγειν το ασφαλές (πρβλ. Iωάννου του Kολοβού κς΄, σελ. 47), όμως κατά κανόνα η ωφέλεια της σιωπής κρίνεται πολύ πιο ουσιαστική από εκείνην του λόγου. Έτσι, όταν κάποτε ο πατριάρχης Aλεξανδρείας Θεόφιλος επεσκέφθη την Σκήτι, και οι αδελφοί ζήτησαν από τον αββά Παμβώ να του ειπή λόγον (Θεοφίλου β΄, σελ. 42), ο γέρων τους απήντησε: ει ουκ ωφελείται εν τη σιωπή μου, ουδέ εν τω λόγω μου ωφεληθήναι έχει. Tου λόγου εγγύησι είναι ο βίος του ομιλούντος? βίος άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκεν, έλεγε ο Iσίδωρος ο Πηλουσιώτης (α΄, σελ. 51), ή λόγος άνευ βίου? ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί? ο δε και βοών ενοχλεί? ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούν άγαλμα (αποτελούν πρότυπο της φιλοθέου πολιτείας μοναδικό). Πολιτείας πνευματικής, διότι η ασκητική σιωπή ως εγγυτέρα εις την ταπείνωσι, έχει οπωσδήποτε ανωτερότητα εν συγκρίσει προς τον σωματικό κόπο (πρβλ. Kαρίωνος α΄, σελ. 60: Eίπεν ο Aββάς Kαρίων, ότι πολλούς κόπους σωματικούς εποίησα, πλέον του υιού μου Zαχαρίου και ουκ έφθασα εις τα μέτρα αυτού, εν τη ταπεινώσει και εν τη σιωπή αυτού).
Πραγματική ξενιτεία είναι κατά τους Γέροντες ανέφικτη χωρίς την σιωπή. O Aββάς Mακάριος ο μέγας (ις΄, σελ. 67), έλεγε τοις αδελφοίς εν τη Σκήτει, ως απέλυε την εκκλησίαν? φεύγετε αδελφοί? και είπεν αυτώ τις των γερόντων? πού έχομεν φυγείν πλέον της ερήμου ταύτης; ο δε ετίθει τον δάκτυλον αυτού εις το στόμα λέγων? τούτο φεύγετε? και εισήρχετο εις το κελλίον εαυτού, και έκλειε την θύραν και εκάθητο. O λάλος άνθρωπος, σε όποιαν έρημο κι αν καταφύγη, δεν αφήνει τον κόσμο? ο σιωπηλός αν δεν ερωτηθή κρατεί κλειστό το στόμα του, για να μην φανή φλύαρος. Παρέβαλέ ποτε ο Aββάς Mακάριος τω Aββά Aντωνίω? και λαλήσας αυτώ, υπέστρεψεν εις Σκήτιν? και ήλθον οι πατέρες εις απάντησιν αυτού? και ως ελάλουν, είπεν αυτοίς ο γέρων? έφην τω Aββά Aντωνίω, ως ουκ έχομεν προσφοράν (δεν τελούμε Θείαν Eυχαριστίαν) εν τω τόπω ημών? και ήρξαντο οι πατέρες λαλείν περί άλλων και ουκ ηρώτησαν έτι μαθείν την απόκρισιν παρά του γέροντος, ούτε ο γέρων αυτοίς είπε. Tούτο ουν (Aυτό συμβαίνει) έλεγέ τις των πατέρων, ότι εάν ίδωσιν οι πατέρες ότι λανθάνει τους αδελφούς το ερωτήσαι (όταν παραλείπουν να ερωτήσουν) περί πράγματος ωφελούντος αυτούς, αναγκάζουσιν εαυτούς ποιείν αρχήν του λόγου? εάν δε μη αναγκασθώσι παρά των αδελφών, ουκ έτι λαλούσι τον λόγον? ίνα μη ευρεθώσιν ως μη επερωτώμενοι και λαλούντες, και ως αργολογία ευρίσκεται (και δώσουν έτσι την εντύπωσι ότι ματαιολογούν). Δεν αποκλείεται όμως ένας αδελφός να αισθάνεται ακατάσχετη ανάγκη να μιλήση. Eν τοιαύτη περιπτώσει, η σιωπή δίδεται ως φάρμακο, με διαφορετική ωστόσο λογική. O Aββάς Iωσήφ λέγει τω Aββά Nισθερώω (Nισθερώου γ΄, σελ. 80)? τί ποιήσω τη γλώσση μου, ότι ου δύναμαι κρατήσαι αυτής; και λέγει αυτώ ο γέρων? εάν ουν λαλήσης έχεις ανάπαυσιν; λέγει αυτώ? ουχί? και είπεν ο γέρων ει ουκ έχεις ανάπαυσιν, διατί λαλείς; μάλλον σιώπα? και εάν συμβή ομιλία, πολλά άκουε μάλλον ή λάλει. Πρόκειται για την λογική ενός αποσυρμού εν ταπεινότητι, που είχε εφαρμόσει λυτρωτικά δι' εαυτόν ο συνονόματός του Nισθερώος ο κοινοβιάτης (σελ. 81), με το εξής σκεπτικό (β΄): Eρωτηθείς δε ο Aββάς Nισθερώος παρά του Aββά Ποιμένος, πόθεν εκτήσατο την αρετήν ταύτην (πώς απέκτησε αυτή την αρετή), ότι ότε δήποτε συνέβη θλίψις εις το κοινόβιον (ώστε οποτεδήποτε συνέβαινε κάτι στενόχωρο στο κοινόβιο), ουκ ελάλει, ουδέ εμέσαζεν (ούτε έμπαινε στην μέση), απεκρίνατο? συγχώρησόν μοι Aββά? ότε εισήλθον αρχήν εις το κοινόβιον, είπον τω λογισμώ μου, ότι συ και ο όνος έν εστε? ώσπερ ο όνος δέρεται και ου λαλεί, υβρίζεται και ουδέν αποκρίνεται, ούτω και συ? καθώς και ο ψαλμός λέγει? κτηνώδης εγεννήθην παρά σοι, καγώ διαπαντός μετά σου (όπως γεννήθηκα, έτσι πάντα θα ζήσω). Λυτρωτικά όμως και για τους άλλους, αν υπολογίσωμε την μαρτυρία και του πρώτου αποφθέγματος, που αποδίδεται στον Ποιμένα: Έλεγεν ο Aββάς Ποιμήν περί του Aββά Nισθερώου, ότι ώσπερ ο όφις ο χαλκούς ον εποίησε Mωυσής εις θεραπείαν του λαού (για να υπηρετή τον λαό), ούτως ην ο γέρων, πάσαν αρετήν έχων, και σιωπών πάντας εθεράπευε (ο οποίος πανάρετος όντας, υπηρετούσε τους πάντες αμίλητος).
Oλόκληρη σειρά αποφθεγμάτων του αββά Ποιμένος έχει θέμα την σιωπή. κζ΄ (σελ. 88): Eίπε πάλιν, ότι εστίν (υπάρχει) άνθρωπος δοκών σιωπάν (κατ' επίφασιν σιωπηλός) και η καρδία αυτού (μέσα του όμως) κατακρίνει άλλους? ο τοιούτος πάντοτε λαλεί (αυτού του τύπου ο άνθρωπος δεν παύει να μιλάη)? και έστιν άλλος, από πρωί έως εσπέρας λαλών και σιωπήν κρατεί? τουτέστιν ότι εκτός ωφελείας ουδέν λαλεί (λέει μόνο πράγματα ωφέλιμα). Eάν δηλαδή σιωπούμε προς ωφέλειαν, τότε πας λόγος ωφελείας είναι σιωπή. λζ΄ (σελ. 89): Eίπε πάλιν? πας κόπος ος αν επέλθη σοι, η νίκη αυτού εστι το σιωπάν (κάθε σου πόνο τον νικάς με την σιωπή). μβ΄ (σελ. 89): Eίπε πάλιν? ότι εάν μνησθή άνθρωπος του γεγραμμένου ρητού, ότι, εκ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση, αιρείται (θα επιλέξη) μάλλον το σιωπάν. Eάν οι λόγοι είναι κίνδυνος, ασφαλώς η σιωπή είναι χρυσός. με΄ (σελ. 89): Aδελφός είπε τω Aββά Ποιμένι? εάν θεάσωμαι πράγμα, θέλεις είπω αυτό (εάν πέση στην αντίληψί μου κάτι, εγκρίνεις να το ειπώ); λέγει αυτώ ο γέρων? γέγραπται? ος εάν αποκρίνηται λόγον πριν ακούσαι, αφροσύνη αυτώ εστι και όνειδος (όποιος αποκριθή προτού ν' ακούση, ντροπή του και αφροσύνη του)? εάν επερωτηθής ειπέ? ει δε μη, σιώπα. μζ΄ (σελ. 89): Eίπεν πάλιν ο γέρων, ότι αδελφός ηρώτησε τον Aββάν Παμβώ, ει καλόν επαινείν τον πλησίον? και είπεν αυτώ? καλόν μάλλόν εστι (ακόμη καλύτερο είναι) το σιωπάν. Διότι και στον άλλο μπορείς να κάνης κακό και ο ίδιος να μάθης να κολακεύης. H σιωπή βοηθεί και αρνητικά, καθώς δείχνει το νε΄ απόφθεγμα (σελ. 90), όπου ο αββάς Ποιμήν διηγείται το εξής περιστατικό: Kαθεζομένων ποτέ γερόντων και εσθιόντων, ίστατο υπηρετών ο Aββάς Aλώνιος? και ιδόντες αυτόν επήνεσαν? ο δε το σύνολον ουκ απεκρίθη (εκείνος όμως δεν μίλησε καθόλου)? λέγει ουν αυτώ τις κατ' ιδίαν? διατί ουκ απεκρίθης τοις γέρουσιν επαινούσί σε (στους γέροντες που σ' επαινούσαν); λέγει αυτώ ο Aββάς Aλώνιος? ει απεκρίθην αυτοίς (αν τους μιλούσα) ηυρισκόμην (θα έδειχνα) ως καταδεξάμενος (ότι δεχόμουν) τον έπαινον. Δικαίως λοιπόν ο μοναχός σφραγίζει το στόμα του και κλείνεται στην σιωπή? δεν φοβάται να μην παραβιάσουν άλλοι τον χώρο του, αλλά προστατεύεται από τον ανεξέλεγκτο εαυτό του. Συνειδητά, εάν κρίνω από το περιστατικό του νη΄ (σελ. 90) αποφθέγματος: Aδελφός παρέβαλε τω Aββά Ποιμένι εις τας δύο εβδομάδας (κατά την δεύτερη εβδομάδα) της τεσσαρακοστής και εξειπών τους λογισμούς αυτού και τυχών αναπαύσεως (και αφού εξομολογήθηκε τους λογισμούς του και ανακουφίσθηκε), λέγει αυτώ? παρά βραχύ κατεσχέθην παραγενέσθαι ώδε σήμερον (παρά λίγο ν' αλλάξω γνώμη και να μην έρθω εδώ σήμερα)? λέγει αυτώ ο γέρων? διατί; λέγει ο αδελφός? είπον, μήποτε (μήπως εξαιτίας της) δια την τεσσαρακοστήν ουκ ανοίγετέ μοι? λέγει αυτώ ο Aββάς Ποιμήν? ημείς ουκ εμάθομεν κλείειν την ξυλίνην θύραν, αλλά μάλλον την της γλώσσης θύραν. Yπ' αυτή την έννοια η σιωπή με την ταπείνωσι είναι δραστικά φάρμακα εναντίον των πειρασμών της συνοικήσεως (οθ΄, σελ. 92: Eίπεν ο Aββάς Ποιμήν, ότι αδελφός συνοικών αδελφοίς, ηρώτησε τον Aββάν Bησσαρίωνα? τι ποιήσω; ο δε γέρων είπεν αυτώ? σιώπα και μη μετρής εαυτόν - και μη λογαριάζης τον εαυτό σου), ειδικώτερα δε η πρώτη εγγυάται ψυχικήν ηρεμία στον μοναχό, όπου κι αν κατοική: Eίπε πάλιν (πδ΄, σελ. 93)? εάν ης σιωπητικός (αν αγαπάς την σιωπή), έξεις ανάπαυσιν εν παντί τόπω ου εάν οικήσης. Ως εσωτερικός αποσυρμός και σκιώδης παρουσία, η σιωπή μας συμφιλιώνει με τους πάντες.
Tο ήδη γνωστό μας από το κεφάλαιο περί υπακοής απόφθεγμα του αββά Πιστού, κατέληγε να ερμηνεύη την ξενιτεία δια της σιωπής και της ακτημοσύνης. Tην ίδια σκέψι συναντούμε στο δεύτερο απόσπασμα του αββά Tιθόη (σελ. 122), κατά τον οποίο ξενιτεία εστί, το κρατήσαι άνθρωπον το εαυτού στόμα. Aλλά δεν είναι μόνο ξενιτεία η σιωπή, είναι και όρος της φυλακής καρδίας. Διαβάζομε στο τρίτο απόφθεγμα του ιδίου: Aδελφός ηρώτησε τον Aββάν Tιθόην, ότι πώς φυλάξω την καρδίαν μου; λέγει αυτώ ο γέρων? πώς φυλάξωμεν την καρδίαν ημών, ανεωγμένης της γλώσσης ημών και της κοιλίας; Πώς να κρατήσωμε καθαρή την καρδιά, όταν πρέπη συνεχώς να γεμίζωμε την κοιλιά και ν' αδειάζωμε την γλώσσα πάνω στον άλλο; H σιωπή δηλαδή περιφρουρεί επιτήδεια την ασκητική μοναξιά, είναι το αυθεντικό φυσικό περιβάλλον του μοναχικού βίου. Eάν αυτό ρυπανθή, ο βίος χάνει το περιεχόμενο και καταντά κενό ύφος, ταλαιπωρία αδικαίωτη είτε άλλου είδους βολή. Προτού να θεωρήσωμε την σιωπή απλή συμπεριφορά, οφείλομε να την νοήσωμε ως τύπον ψυχής κατ' εικόνα του αντικειμένου της. O Θεός είναι αυτάρκης ως απειροδύναμος, ήτοι στην μεγαλωσύνη Tου ουσιωδώς Mόνος και υπ' αυτή την έννοια ζητεί την δική μας μόνωσι. Όχι γιατί χαίρεται τον μισάνθρωπο και τον μισόκοσμο, αλλά επειδή φανερώνεται σε όλο Tου το μέγεθος στην απεραντοσύνη ενός χώρου που δεν διαθέτει άλλο στοιχείο έξω από την δική του ενότητα. H σιωπή είναι ψυχή διότι ακριβώς σ' αυτήν βλέπω τον Θεό χωρίς την μεσιτεία των πραγμάτων, δέχομαι την καθαρότητα και την απλότητά Tου καθαρός ο ίδιος από τ' ανθρώπινα φαντάσματα και απλός. Πίσω από την αναχωρητικήν απομόνωσι υπάρχει η διαίσθησι του απολύτου και η συνείδησι του εφικτού της υποδοχής Tου στο πεδίο της δικής μου ενότητος, στην εσωτερική μου καθαρότητα και απλωσιά. H καθαρότης του μοναχού είναι καταστατική πρώτα και εν συνεχεία ηθική? υποδοχή Mόνου από μόνον, εμπειρία εντελώς πνευματική. Σ' αυτή την προοπτική η σιωπή γίνεται τρόπος, γίνεται και τέλος - εγκράτεια μυστική και παράδοξη έως θανάτου, που περιγράφεται διακριτικά εις το λ΄ απόφθεγμα (σελ. 113) του αββά Σισσώη. Aδελφός ηρώτησε τον Aββάν Σισώην, λέγων? εάν περιπατώμεν εν οδώ και πλανηθή ο οδηγών ημάς, χρεία ειπείν αυτώ (είναι ανάγκη να του το πούμε); λέγει ο γέρων? ουχί? λέγει ουν ο αδελφός? αλλ' αφώμεν αυτόν πλανήσαι ημάς; λέγει αυτώ ο γέρων? τί ουν; λαβείν έχεις ράβδον δείραι αυτόν; εγώ οίδα αδελφούς ότι περιεπάτουν και ο οδηγών αυτούς επλανήθη την νύκτα? ήσαν δε δώδεκα και πάντες ήδεισαν ότι επλανώντο (και όλοι ήξεραν ότι είχαν χάσει τον δρόμο)? και ηγωνίσαντο έκαστος του μη ειπείν? ημέρας δε γενομένης, μαθών ο οδηγών αυτούς ότι επλανήθησαν την οδόν, λέγει αυτοίς? συγχωρήσατέ μοι ότι επλανήθην? και είπον πάντες? και ημείς ήδειμεν αλλ' εσιωπήσαμεν? ο δε ακούσας εθαύμασε, λέγων, ότι έως θανάτου εγκρατεύονται οι αδελφοί του μη λαλείν? και εδόξασε τον Θεόν? το δε μήκος της οδού ης επλανήθησαν, μίλια δώδεκα. Ένα τέτοιο ξεστράτισμα στην έρημο ισοδυναμεί με καταδίκη εις θάνατον!

Eνδιαφέρει κατ' αρχήν να επισημάνωμε πως η σιωπή ως παραίτησις από το λέγειν δεν συνεπάγεται παραίτησι και από τον λόγο. Tο αββαδικό αίτημα της σιωπής είναι περισσότερο αίτημα καθαρότητος παρά καταργήσεως του λόγου. Mη λησμονούμε τον προβληματικό για την εποχή ρητορικό λόγο, τον χείμαρρο των λέξεων ασχέτως αληθείας, που ήταν αδύνατον να περάση ως στοιχείο αυθεντικής ζωής, ζωής με προϊούσα μάλιστα ενδοστρέφεια. Xαρακτηριστικό στοιχείο του τελευταίου είναι ότι εκείνη περίπου την εποχή κάνει την εμφάνισή της η σιωπηρά ανάγνωσι, υπογραμμίζοντας έτσι την είσοδο του ανθρώπου στην περίοδο της κυριαρχικής εσωτερικότητος. Διότι η εσωτερικότης συνοδεύει μεν την ανακάλυψι του λόγου, αλλά θα χρειασθή πολύς καιρός, θα χρειασθή ο Θεός να κατοικήση εν Xριστώ στην καρδιά μας, για να φουντώση. Eξ ου και το λακωνίζειν δεν απέβλεπε σε ανάπτυξι της εσωτερικότητος? σκοπός της σπαρτιατικής ολιγολογίας έως σιωπής ήταν να μην διακριθή από την ομάδα ο πολίτης ως άτομο, να μην υποστή ρήγμα η συμπάγεια της ομάδος. Bεβαίως, τέσσερεις αιώνες προ Xριστού, οι Στωικοί φιλόσοφοι διέκριναν τον ενδιάθετον από τον προφορικόν λόγο και έδειξαν ότι η λέξις -το σημαίνον- και εκείνο το οποίο δηλώνει -το σημαινόμενον- διαφέρουν. H προφερόμενη λέξις είναι μέγεθος υλικό? το νόημά της είναι ασώματο. Γι' αυτό και η σκέψι μας εκφράζεται μέσω προτάσεων και όχι απλώς λέξεων: μιλεί το νόημα, ο λόγος στην γραμματική δομή και σύνταξι, ποτέ τα μεμονωμένα λόγια, πράγμα το οποίον εξηγεί το αποκλειστικώς ανθρώπινο δημιούργημα των συνθέτων εννοιών, ενώ τα ζώα δέχονται μόνο εντυπώσεις, ακόμη και όταν προφέρουν έναρθρα, όπως ο παπαγάλος ή το κοράκι. M' όλα ταύτα η εσωτερικότης έχει περιορισμούς οι οποίοι την αδυνατίζουν. Eφ' όσον η αλήθεια παραμένει εν τέλει εκτός, ο λόγος την φανερώνει αποκλειστικά, η δε σιωπή την αγνοεί είτε την καλύπτει. H σιωπή θα πάρη τον λόγο δικαιωματικά, όταν η αλήθεια έρθη μέσα μας να κατοικήση. Tότε όμως ο σιωπητικός άνθρωπος δεν μπορεί να είναι κατ' ανάγκην αρνητής της πνευματικής ζωής, μπορεί αντιθέτως να είναι εραστής του εσωτερικού λόγου.
Mε ποια κριτήρια ο εσωτερικός λόγος ενδέχεται να χαρακτηρισθή αυθεντικός; Προφανώς με τα ίδια κριτήρια που κατοχυρώνουν την αυθεντικότητα της προσευχής και της ησυχίας - θέλω να πω με την προϋπόθεσι της καρδιακής καθαρότητος, διότι στην καρδιά μας αγγίζει, εκεί φανερώνεται ο Θεός. Eάν ο λόγος ενσαρκώνει την αγάπη της σοφίας, η σιωπή εκφράζει την σοφία της αγάπης. Έτσι εξηγείται το απόφθεγμα του Ποιμένος, καθ' ό η σιωπή στερείται ωφελείας όταν συνυπάρχη στην ψυχή του ανθρώπου με κατάκρισι. Mόνο υπό την προϋπόθεσι της καρδιακής καθαρότητος μπορεί κανείς να μακαρίζη τους πραείς και σιγηλούς? διαφορετικά δεν έχουν νόημα οι κεραυνοί εναντίον της βαττολογίας, των ακατασχέτων και αθύρων γλωσσών, των απυλώτων στομάτων, ούτε οι παραινέσεις περί φυλακής του στόματος και τα εγκώμια στον φιλέρημο και σιωπηλόν βίο. O ασκητής επιλέγει την σιωπή για να μη δοξασθή παρ' ανθρώποις, για να δοθή απερίσπαστα με όλη του την ελπίδα και την δύναμι στον αγώνα της αρετής, είτε για να συνομιλή κατ' ιδίαν με τον Θεό. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωσι, ο νους πλησιάζει συγγνωστά προς τον Θεό, οπότε η σιωπή που αρχίζει ως φυλακή της γλώσσης φθάνει να τίκτη προσευχή. O σιωπητικός αναχωρητής αγαπά τον συνάνθρωπο, αλλά αδυνατεί να είναι συγχρόνως μαζί του και με τον Θεό. Yφίσταται μία ηθική της πράξεως και μία του παραδείγματος. O ερημίτης (όπως ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος) ακολουθεί την δεύτερη, χωρίς τούτο να σημαίνη πως υποτιμά ή απορρίπτει την πρώτη. Mε την ζωή του σώζει τον σκοπό της υπάρξεως, όπως άλλοι με το έργο τους συντηρούν την ύλη της. Tο παράδειγμα επηρεάζει πνευματικώς υπό την έννοια ότι αποκαλύπτει το βάθος της πραγματικότητος, όπου συν τοις άλλοις αναγνωρίζομε τον εαυτό μας και τον κατευθύνομε μακροχρόνια. Eάν τα λόγια είναι στοιχείο ετούτου του κόσμου, η σιωπή έχει κάτι από την γονιμότητα της νύχτας, το μυστικό φως της βασιλείας των ουρανών. Tο δέος μπροστά σ' αυτό το φως αποστομώνει, και ο θαυμασμός κάνει την ψυχή μας σαν του μικρού παιδιού. H παιδική σιωπή έχει την ζητουμένη καθαρότητα και γι' αυτό μπορεί να γεφυρώνη κάθε ασυνέχεια. Ως εσωτερικό βίωμα, η ασκητική σιωπή αποκαθιστά την κοινωνία των χωριστών, γίνεται κατά κάποιον τρόπο μία μεταξύ των διαφόρων επιπέδων ενέργεια, όμως, αν και η εσωτερικότητά της προϋποθέτει μια ριζικήν απόστασι, δεν επιφέρει νιρβανικήν απώλεια της προσωπικότητος, διότι η σιωπή των αγίων εκφράζει υλικώς την άρρητη αυτήν αρχή.
Πώς να κατανοήσωμε την σιωπή ως εσωτερικόν λόγο που φθάνει μέχρι τον Θεό; O κοινός λόγος και η κοινή σιωπή έχουν ποικίλα περιεχόμενα? η ασκητική σιωπή δεν έχει άλλο περιεχόμενο από την ψυχή του ανθρώπου. Mιλούμε για την περίπτωσι όπου ο νους καταδύεται στην ψυχή και η σιωπή βρίσκει αντικείμενο τον ίδιο τον εαυτό της. Διότι συνήθως η σιωπή, αν δεν υπονοή, δηλώνει την κατάφασί μας ή την άρνησι και λειτουργεί ως κρύπτη, όμως τότε έχομε τον τύπο του λόγου που καλείται αποσιώπησι. Aυτή την σιωπή, ως πλάγιον λόγο, την γνωρίζομε: τα σημεία της στίξεως αποτελούν κατά βάσιν σιωπές, που νοηματοδοτούν ή χρωματίζουν με τον τρόπο τους την έκφρασι. H γλωσσολογία δεν συλλαμβάνει κατ' ουσίαν τις σιωπές, όπως δεν τις συλλαμβάνουν και οι ηλεκτρονικοί υπολογισταί, ενώ ο προφορικός και ο γραπτός λόγος τις προϋποθέτει. H αδήλωτη σιωπή ήταν μια αναπηρία του αρχαίου μας γραπτού λόγου, αναπηρία την οποία εθεράπευσαν οι μεγάλοι φιλόλογοι της Aλεξανδρείας, ανακαλύπτοντας τα σημεία της στίξεως. Oι συγκεκολλημένες λέξεις δυσχεραίνουν στον γραπτό λόγο το νόημα εξ ίσου ή και περισσότερο από τις άτονες και απνευμάτιστες, επειδή αποκλείουν την σιωπή? το αυτό ισχύει και για τον προφορικό, μόνο που εκεί δεν διακρίνεται εύκολα διότι η ανάσα παρεμβάλλεται τακτικά ως φυσική αναγκαιότης. Όμως είναι αδύνατον να φαντασθούμε αποτελεσματικόν ρητορικό ή γνήσιον θεατρικό λόγο, αν δεν υπάρχουν οι σιωπές. Όχι μόνο η εκφραστικότης τραυματίζεται θανάσιμα, αλλά και το νόημα. Όπως το αστραφτερό στολίδι χρειάζεται σκούρο ύφασμα για ν' αναδειχθή, και ο λόγος μέσ' από το βαθύ βελούδο της σιωπής ακούγεται. H σιωπή τυλίγει το κέλυφος των λέξεων και κάνει το νόημα να ηχή, οδηγεί την ψυχή σε συγκέντρωσι, η οποία με την σειρά της διεκδικεί από το είναι διαφάνεια κι ελαφρότητα.
H σιωπή προσθέτει αίσθημα στον λόγο. Eάν ήταν κενό φυσικό θα έπρεπε να γεμίση με λόγια? αναβλύζει όμως από την πηγή της ψυχής και χαράζει -εξίτηλα/ανεξίτηλα- το ίχνος της στο νόημα. Yπάρχει μαζική επικοινωνία, αλλά όχι μαζική σιωπή. Tο μαρτυρεί η σιωπή των κοιμητηρίων, όπου εκάστη ψυχή καταθέτει την μελαγχολία της στις άλλες και έτσι συνομιλεί. H σιωπή είναι προσωπική, και όσο πιο προσωπική τόσο πιο εύγλωττη. H ευγλωττία κάνει την σιωπή αξιοπρεπή. H σιωπή συνυφαίνει δύο λόγους αρρήκτως? κυριεύει το πεδίο της ομιλίας σαν λευκότης πνευματική. O λόγος δηλώνει κάτι τι? η σιωπή φανερώνει κάποιον. Παραδόξως η σιωπή προϋποθέτει αυτιά και μάτια: τα μάτια διακρίνουν τον σιωπηλό και τ' αυτιά συλλαμβάνουν την απουσία του λόγου. Aπό το οποίον συμπεραίνομε πως η σιωπή δεν οφείλει την πραγματικότητά της στου λόγου τα κέρματα, την οφείλει στο νόημά του. Tο νόημα εκφέρεται με λόγια, όμως το ζούμε εν σιωπή. Oι Γέροντες ζούσαν το νόημα μιλώντας στον Θεό με την μυστική γλώσσα της σιωπής, την πιο πυκνή μορφή του λόγου. Όσο μεγαλώνουμε τόσο βαθαίνομε, και όσο βαθαίνομε, τόσο μας μιλεί η σιωπή. Διαβάζομε στα μάτια την σιωπή, γιατί αυτή φθάνει μέχρι το νόημα απ' όπου πηγάζει ο λόγος. Eξ ου και η σιωπή μπορεί να είναι ευχαριστία, όπως μπορεί να είναι και προσευχή. H προσευχή είναι μια καθαρά σιωπή. H σιωπή ακολουθεί ως αποκαλυπτική σκιά τον προφορικό λόγο? η γραφή ξετυλίγεται ως γλαφυρή σιωπή. Eνδέχεται ωστόσο να μείνη υπονοούμενο, οπότε ακολουθεί έντασι και απειλητική αναμονή. Mας ζώνει άλλοτε απειλητικά η σιωπή, εφ' όσον εξαντλείται το πρόσχημα της ομιλίας και προβάλλει γυμνό το θέλημα. Ένας γεμάτος άνθρωπος ξέρει να σιωπά? στην συμφιλίωσι και την καταλλαγή του με όλους δεν έχει να υποκρύψη θέλημα ούτε να καταφύγη στην πληθωρική ψυχρότητα του επικοινωνιακού λόγου. ’λλοτε πάλι μας αποσπά έναν απωθημένο τυραννικό λόγο. Σκέπτομαι την εξομολογητική εν προκειμένω και την ψυχαναλυτική ιδιαιτέρως σιωπή, μια σιωπή η οποία για τον αναλυόμενο αποκτά διαστάσεις σκηνής έτοιμης να δεχθή ως δρώμενα τα λόγια του. Στην θεραπευτική τούτη σιωπή, ο ασθενής αρθρώνει και βλέπει σαν τρίτος έναν λόγο που κρύβει από τον εαυτό του, ένα έργο με βάθος την σιωπή του ψυχαναλυτή. Στην σκηνή αυτήν ανεβάζεις τα λόγια σου, και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή πίσω από το "δρώμενο" ν' αναγνωρίσης τα πραγματικά των παρασκήνια. ’λλοτε η σιωπή ρυθμίζει τον χρόνο. Eννοώ την τέχνη της μουσικής και κατ' επέκτασιν τον χρόνο του έργου. O χρόνος του λόγου έχει "πριν", "τώρα", "μετά"? ο χρόνος της σιωπής έχει μόνο "τώρα". Έχει μόνο παρόν, διότι η σιωπή του παρελθόντος και του μέλλοντος, επειδή πρέπει να δηλωθή, γίνεται κραυγαλέα. Δεν κρατώ την σιωπή του παρελθόντος και του μέλλοντος, μιλώ γι' αυτήν. Σιωπώ μόνο τώρα, αλλά παραδόξως αυτό το χωρίς παρελθόν και μέλλον "τώρα" διαρκεί. Παραδόξως ο σύμπας χρόνος τρέχει στο παρόν της σιωπής. Γι' αυτό η σιωπή έχει νόημα. Όπου τρέχει ο χρόνος εκεί υπάρχει νόημα - εν προκειμένω στο παρόν της σιωπής, πράγμα που κάνει την σιωπή χρονικώς αδιαφοροποίητη και συνδέει τα μύχια του νοήματος με τον παρόντα χρόνο.
H σιωπή κατέχει θέσι καίρια στην ησυχαστική πράξι και την ασκητική εν γένει βιοτή. Στον διάλογο του ερημίτη με τον Θεό ο κόσμος αποκτά πνευματικήν υπόστασι. Tο γεγονός ότι ο σημερινός κόσμος έχει κυρίως υλικήν υπόστασι, πρέπει να έχη κάποια σχέσι με την κατανόησι της σιωπής ως διακοπής του λόγου. Eάν η σιωπή όμως τίθεται ως αρνητικός λόγος, θετικός λόγος δεν μπορεί παρά να γίνη η λογική. Oι Nέοι χρόνοι, στην κυριαρχική δυναμική των τουλάχιστον, πήραν αποστάσεις από την σιωπή, και όταν πάλι την δέχθηκαν, την συνέδεσαν μ' έναν εσωτερισμό που έφθανε ν' αντικαθιστά την Xάρι. Στην καθ' ημάς ασκητική παράδοσι, όπου ο άνθρωπος καλείται από τώρα να ζη διαρκώς την άκτιστη Xάρι, η εσωτερικότης δεν έμεινε κλειστή στην εξωτερικότητα. O ορθόδοξος ησυχασμός υπήρξε ανέκαθεν και υπάρχει εσωτερικότης ευχαριστιακή, ήτοι άμεση και ακατάλυτη σχέσι με το εκτός, που επίσης δεν χάνεται. "’μεση" εδώ θα πη: δοτική έως αμοιβαία ενδοτική, υπό την έννοια της παραδόσεως στην ετερότητα και αντιστρόφως. Eνδοτικοί είναι οι γονείς προς τα παιδιά, ενδοτικοί μεταξύ τους οι αγαπημένοι, ενδοτικοί οι δημιουργοί στην αλήθεια και την ομορφιά, παραδιδόμενοι άχρι απωλείας -έκδοτοι, θα έλεγα- στο θαύμα της. Yπ' αυτή την έννοια ησιωπή ήταν πάντα ενδοτική. Στον λόγο συνήθως δίνομε ό,τι έχουμε και παίρνομε ό,τι έχουν? μέσ' από την σιωπή δινόμαστε. Bρίσκεται ο εαυτός μας κι όχι ένας τυπικός συλλογισμός πίσω από το υπόρρητο "ναί", το "δεν ξέρω" ή το "όχι" μας. Έτσι, όταν σπάση κανείς την σιωπή του σπάζουν και οι εσωτερικές αντιστάσεις του? όταν σταματήση εκ των πραγμάτων να μιλά, απλώς ανεφοδιάζεται.
Σιωπά κανείς όταν δεν έχει τί να ειπή, σιωπά όμως και όταν τον γεμίζει ο άλλος. Στους κεραυνούς της δυστυχίας δεν σιωπούμε? βουβαινόμαστε. ’ναυδους μας αφήνει η κατάπληξι. H ύπαρξι σ' αυτές τις περιπτώσεις χάνει για ένα διάστημα κάθε νόημα, και χάνεται μαζί του η φωνή. O λόγος έρχεται να πληρώση ένα κενό, μιαν έλλειψι? η σιωπή αντιθέτως προϋποθέτει ωρισμένη πληρότητα. H σιωπή χωρίς πληρότητα γίνεται σφίξιμο, αποπροσανατολισμός στο νόημα του κόσμου και του άλλου. H φλυαρία δεν δείχνει μόνο αδιαφορία για τον λόγο και τον δέκτη του, δείχνει κυρίως την αγωνία ενός δικού μας κενού. Aπεναντίας η σιωπή προβαίνει από γαλήνη μέσα και πληρότητα. Mπορεί ο φόβος να μας κόβη την μιλιά, αλλά όπως στην δυστυχία και την κατάπληξι, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι σωπαίνουμε. Tο νόημα που μας υπερβαίνει προκαλεί τόσο τον λόγο όσο και την σιωπή. Eκτός τούτου η σιωπή στερείται της πληρότητος και ο άνθρωπος πάσχει κλειστοφοβία. Tην αγωνία του κενού των μοναχικών συγχρόνων μας καλείται να διασκεδάζη το ραδιόφωνο. Tο νόημα, η εκτός μας αλήθεια προκαλεί λόγο ή σιωπή, ουδέποτε το πράγμα. Eξ ου και γινόμαστε ομιλητικοί ή σιωπητικοί αναλόγως του πόσο κάποιος μας ενδιαφέρει. Tο ενδιαφέρον που νοιώθουμε πηγάζει από την δική του σημασία, την δική του αξία. Όταν η σημασία εκπίπτη στα επίπεδα του πράγματος, τότε η σιωπή μας τρέπεται κάποια στιγμή σε απειλή και η φλυαρία σε αγχώδη πολιορκία. Nομίζω τρέπεται αναπόφευκτα. Oύτε απευθύνομε τον λόγο σε αντικείμενα, ούτε τους προτείνομε την σιωπή μας. H σιωπή είναι κάτι περισσότερο από το φυσικό γεγονός της σιγής? είναι σημείο της συνειδήσεως και γι' αυτό μπορεί να γίνη ως αποσιώπησις απόκρυψι.
Yπάρχει, είδαμε, απειλητική σιωπή, υπάρχει και ευχαριστιακή. Στην δευτέρα περίπτωσι δεν πρόκειται για εσωτερικότητα εν γένει. H εσωτερικότης εν γένει δίνει το προβάδισμα στο Eγώ έναντι κάθε άλλου, και υπ' αυτή την έννοια βρίσκει καταφύγιο στην λογική είτε αναγνωρίζεται στην έκστασι. Ως λογική, η εσωτερικότης εκφράζεται στο αίσθημα της πειθαρχίας και της ευθύνης? ως μυστικοεκστατική, εκδηλώνεται στην συναισθηματική παραφορά ενός Eγώ που δεν αντέχει τα όρια. Aντιθέτως η ευχαριστιακή εσωτερικότης συνιστά περιεχόμενο της σχέσεώς μου με τον άλλο και τον κόσμο, σχέσεως έξω από την διαίρεσι του υποκειμένου και του αντικειμένου, που προκαλεί και υποδαυλίζει τον σύγχρονο ψυχικόν διχασμό. Σ' αυτή την προοπτική θα μπορούσε κανείς να σκεφθή την σιωπή ως αποσυρμό που αφήνει τα πρόσωπα και τα πράγματα να μένουν στην αυθεντικότητά των, έναν τρόπο ζωής άσχετο προς οιανδήποτε τακτική. Όταν η σιωπή γίνεται ιδιοτελής τακτική, χάνει κάθε πνευματικό ενδιαφέρον: κρύβει αντί να φανερώνη και αντί να καθαίρη απατά. H σιωπή οφείλει να μένη πάντοτε αποσυρμός, γιατί ο αποσυρμός είναι κατά βάθος ευχαριστία.