ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ


ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ

Από το 1965 κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς.

Υπάλληλος του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Συνταξιούχος).

Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες.

Διατέλεσε μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων (1984-1986).

ΒΙΝΤΕΟ (Βιντεοσκόπηση Χρήστος Κούκης)

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΓΙΩΡΓΟΣ
Επίθετο:  ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εργογραφία: 

Ποίηση

Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα 1968
H κλεφτουριά του κάτω κόσμου, Κούρος, Αθήνα 1973
Η θλίψις του προαστίου, Κέδρος, Αθήνα 1976
Οι πυροτεχνουργοί, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979
Ποιήματα 1968-1976, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1980
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Υάκινθος, Αθήνα 1987
Ποιήματα 1968-1987, Νεφέλη, Αθήνα 1992
Mη σκεπάζεις το ποτάμι, Κέδρος, Αθήνα 1998

Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, Αθήνα 2010.

Ποιήματα 1968-2010, Κέδρος, Αθήνα 2014

Πεζά

 

Ιστορικό κέντρο, Καστανιώτης, Αθήνα 2005

 

Δοκίμια

Εκδρομή στην άλλη γλώσσα (δοκίμια για το έργο των ποιητών: Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκη, Λειβαδίτη, Δούκαρη, Κατσαρού, Κωσταβάρα, Πατρίκιου), Ρόπτρον 1991
Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, Τόμος Β΄ (δοκίμια για το έργο ποιητών που εμφανίστηκαν κατά την δεκαετία του εβδομήντα), Νεφέλη 1994

Εντός και εκτός έδρας(το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση), Καστανιώτης, Αθήνα 2006

Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Εκάτη, Αθήνα 2009

 

Διάφορα

Λευτέρης Ιερόπαις - Μια παρουσίαση, Γαβριηλίδης 1999

Ποιήματα που αγαπήσαμε, Εκάτη, Αθήνα 2009

 

Τηλεοπτικές παρουσιάσεις

«Γιώργος Μαρκόπουλος», ΕΤ 1, Κάτια Παπαδάκη, 2000

Γιώργος Μαρκόπουλος, ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ, ΕΡΤ 1, Δαυίδ Ναχμίας, 2005

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος διαβάζει για το POETICANET, Χρήστος Κούκης, 2016

"ο λόγος τής γραφής", Κανάλι της Βουλής, Μιχάλης Αναστασίου, 2020

Μονόγραμμα, ΕΡΤ 2, Αρχείο Σγουράκη, 2019-2020


Διεύθυνση: 

Δεριγνύ 34,
104 34 Αθήνα


Έτος γέννησης:  1951
Τόπος γέννησης:  Μεσσήνη
Τίτλος αποσπάσματος:  Πέντε ποιήματα
Κείμενο αποσπάσματος: 

Η μπάντα

 

Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.

Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ,

με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής

που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε την στροφή του δρόμου.

 

Έτσι η μπάντα έστριψε,

και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.

Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.

 

[ συλλ. «Οι Πυροτεχνουργοί»]


 

 

 

 

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας

 

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.

Τα μάγουλά της βαμμένα

και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.

Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι

που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού να αρχίσει.

Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.

Το πρόσωπο της μισό

είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.

 

Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννησή τους

την ερημιά του μάστορα.

 

[συλλ. «Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης»]

 

 

Εκείνος ο γέροντας

 

Τριγύρω του γιατροί, πλην όμως όλα θολά στα βόρεια τοπία της μνήμης. Τα χέρια του κύματα του ξύλου, ενώ τα μάτια, όταν τα σηκώνει μες στην απελπισία, δύο υδρόγειες σφαίρες άτακτα γυρισμένες στο υπερπέραν. Του βάζουν την πλάτη στο ακτινοσκόπιο και οι όγκοι δια μιας μέσα του «λάμπουν», νυ­χτερινή αεροφωτογραφία της Ρώμης είτε ομιχλώδεις (σβήνοντας ο προβολέας) κρυφές υφαλοκρηπίδες της θάλασσας, όπου τη νύχτα τις μάχεται το σκοτεινό πετρελαιοφόρο – η καρδιά του.

Τον γυρίζουν στον πνεύμονα και, ξάφνου, κάνει μια τε­λευταία, έτσι καθώς ύστερα από καιρό μετακινείς, σύσπαση, το ακορντεόν των γλεντιών του πενήντα που έχει αφήσει πεθαίνο­ντας η σύντροφος μέσα του, ενώ η φλέβα στο κάτω του ποδιού του το μέρος, στον αστράγαλο δίπλα, όπως το κρυμμένο φίδι το γάλα, ρουφάει με ρυθμική βουλιμία το χρόνο που του απέμεινε. Ύστερα πέφτει σε λήθαργο πάλι. Του λένε να ανοίξει το στόμα και το ξεχασμένο τότε σακχαρόπηκτο σαν μισοφέγ­γαρο ασπαίρει στον υποχθόνιο πανικό της γλώσσας, στην κόκ­κινη φλεγόμενη ανατολή του λάρυγγα. Κατόπιν τον αφήνουν και φεύγουν όλοι. Ακούει αυτός δίπλα του -βλέπει- λευκά τρίκυκλα καροτσάκια και νομίζει πως μοιράζουν γλυκίσματα, ακούει τους τύπους να φωνάζουν των ορών και νομίζει πως είναι πόλεις. 

 

Σβήνει τότε μονάχος το φως και αμέσως στρέφεται να κοιμηθεί σε άλλης χαράδρας τη μουσική, ο πατέρας μου.

 

[συλλ. «μη σκεπάζεις το ποτάμι»]


 


 

Οι παλαιοί εαυτοί μου


 

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.


 

Ένα κάποιο στείλε μου σήμα


 

Με τ’ όνομά σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ.

Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα.

Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.

Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.

Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.

Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος.

Είμαι μόνος και σε περιμένω.

[συλλ. «Κρυφός Κυνηγός»]


Διακρίσεις: 

Το 1996 του απονεμήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το Βραβείο Καβάφη.

Το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι, η οποία, ήταν υποψήφια και για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000.

Το 2011 το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το σύνολο του έργου του.

Το 2012 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός