ΜΙΓΓΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ


ΜΙΓΓΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Από το 1995 ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Επίθετο:  ΜΙΓΓΑΣ
Εργογραφία: 

Το 1995 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή: Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου στη Θεσσαλονίκη. (ISBN 960-7568-00-1)

Το 1999 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων: Των κεκοιμημένων από τις εκδόσεις Πόλις. (ISBN 960-7478-82-7)

Τον Νοέμβρη του 2001 εκδόθηκε πάλι από τις εκδόσεις Πόλις το μυθιστόρημα: Σπάνια χιονίζει στα νησιά. (ISBN 960-8132-52-5)

Τον Νοέμβρη του 2003 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο η συλλογή διηγημάτων: Της Σαλονίκης μοναχά... (ISBN 960-375-564-8)

Τον Οκτώβρη του 2005 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το μυθιστόρημα: Στα ψέματα παίζαμε! (ISBN 960-375-871-Χ)

Τον Νοέμβρη του 2007 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το μυθιστόρημα: Τηλέμαχου Οδύσσεια (ISBN 978-960-455-274-0)

Τον Απρίλιο του 2012 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το μυθιστόρημα: Πλωτά νησιά. (ISBN 978-960-501-501-7)

Τον Οκτώβριο του 2015 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το μυθιστόρημα: Έρως ανίατος. (ISBN 978-960-566-698-9)

Το βιβλίο του Σπάνια χιονίζει στα νησιά, εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2004 στα ιταλικά από τον εκδοτικό οίκο Grocetti Editore σε μετάφραση του Maurizio De Rosa με τίτλο Sulle izole non nevica mai. (ISBN: 88-8306-132-2).

Το μυθιστόρημα Στα ψέματα παίζαμε! κυκλοφόρησε το 2006 στα Σέρβικα από τις εκδόσεις Geopoetika σε μετάφραση Marika Bajic με τίτλο Samo smo se igrali! (ISBN: 86-7666-092-1).

Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο εκδόθηκε το 2009 και το μυθιστόρημα Τηλέμαχου Οδύσσεια σε μετάφραση Јелена Амлаzцћ με τίτλο Телемахова одисеја.

Το διήγημα ‘Μαύρη Θύελλα’, από τη συλλογή Των κεκοιμημένων μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο ως ταινία μικρού μήκους με τον ίδιο τίτλο.

Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά.


Διεύθυνση: 

Μητροπόλεως 123,
546 21 Θεσσαλονίκη


Έτος γέννησης:  1951
Τόπος γέννησης:  Μαραθούπολη Μεσσηνίας
Τίτλος αποσπάσματος:  Έρως ανίατος
Κείμενο αποσπάσματος: 

Πώς μ’ είχες στο μυαλό σου;

 

Πάνω στο γραφείο μου βιβλία, λεξικά, οι σημειώσεις σκορπισμένες, το λάπτοπ ξεχασμένο σε μια άκρη είχε περιπέσει σε κατάσταση αδράνειας· σούρουπο ανοιξιάτικο έξω από το κλειστό παράθυρο – η μέρα επέμενε. Είχα πιει δυο τρεις καφέδες, άναβα το ένα τσιγάρο με το προηγούμενο, πήγαινα κάθε τόσο στο ψυγείο αναζητώντας δροσερό νερό ή κάποιο φρούτο. Επέστρεφα στην πολυθρόνα μου παλεύοντας με την επόμενη πρόταση, που, ωστόσο, αντιστεκόταν σθεναρά. Λειψό το κείμενο, αδύναμο, χρειαζόταν διαφορετική προσέγγιση. Αδιέξοδο! Από ένα χρονικό σημείο και μετά έψαχνα δικαιολογία και προφάσεις να μαζέψω τα χαρτιά μου και να δραπετεύσω στον πραγματικό κόσμο και στο φως. Δεν έβρισκα όμως κι έμενα εκεί, ψαράκι αδύναμο που έχει μπλεχτεί στα δίχτυα. Κοιτούσα το τηλέφωνο ελπίζοντας πως κάποια κλήση δελεαστική θα λειτουργούσε ως άλλοθι για να απαλλαγώ από την τυραννία των κειμένων.

Χτύπησε όμως το κουδούνι της εξώπορτας. Δεν περίμενα κανέναν. Μάζεψα πεταμένα ρούχα, απλωμένα εσώρουχα και φλιτζάνια λερωμένα, έκλεισα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, φόρεσα παντελόνι και βαμβακερό μπλουζάκι, έστρωσα με τη χούφτα φρύδια και μαλλιά και άνοιξα λαχανιασμένος.

Εάν επρόκειτο για σκηνή κινηματογραφικής ταινίας, ο ήρωας θα έκλεινε την πόρτα αιφνιδιασμένος, ώσπου να συνέλθει πριν την ξανανοίξει ευελπιστώντας ότι είχε κάνει κάποιο λάθος. Δεν πέρασε καν απ’ τον νου μου ούτε είχα το κουράγιο εκείνη τη στιγμή να μιμηθώ μια τόσο ταλαιπωρημένη κίνηση. Σαγόνι κρεμασμένο, βλέφαρα ακίνητα· κοίταζα και δεν πίστευα.

Στο κατώφλι μου στεκότανε η Όλγα. Η Όλγα η καθηγήτρια, η φίλη του Στεφανίδη ή τέλος πάντων κάποια που της έμοιαζε πάρα πολύ, ακριβώς όπως την είχα φανταστεί και περιγράψει στα χαρτιά μου! Μου φάνηκε πως ψέλλισα: ποια είσαι και τι θέλεις από μένα, μα το σωστό είναι ότι έχασκα άφωνος.

– Δε θα μου πεις να περάσω; Ρώτησε αργά, τονίζοντας τις λέξεις και χαμογελώντας λες και μιλούσε σε μωρό ή σε άτομο διανοητικά καθυστερημένο.

Έμεινα λίγο ακόμα απέναντί της φράζοντας την είσοδο. Ύστερα παραμέρισα· προχώρησε. Έκανε ένα δυο βήματα και στάθηκε στη μέση του διαδρόμου. Χαμογέλασε και πάλι. Ενδεχομένως για να διασκεδάσει με τη σαστιμάρα μου, ίσως για να μου υπενθυμίσει ότι όφειλα ως οικοδεσπότης να της δείξω πού να πάει. Την οδήγησα στο γραφείο στραμμένος συνεχώς προς το μέρος της περπατώντας στο πλάι όπως ο κάβουρας και τράβηξα μία καρέκλα. Κάθισε.

Οι κινήσεις μου μηχανικές και ασυντόνιστες, το στομάχι σφιγμένο· δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. (Από μικρός θυμάμαι πως πονούσε πάντα η κοιλιά μου κι έστεκα στον τοίχο πετρωμένος, μόλις έμπαιναν στο σπίτι επισκέπτες). Άφησε το μπουφάν στην πλάτη της καρέκλας. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως την ημέρα που συναντήθηκε στην Παραλία με τον Νίκο – τζιν παντελόνι εφαρμοστό, πουκάμισο λευκό φαρδύ. Έβγαλε τσιγάρα και αναπτήρα και τ’ ακούμπησε σε ένα τραπεζάκι δίπλα. Καθώς έσπρωχνα το σταχτοδοχείο προς το μέρος της άγγιξα με τρόπο το πακέτο για να βεβαιωθώ ότι υπάρχει. Κάθισα απέναντι.

Η ματιά της έκανε έναν κύκλο στο δωμάτιο. Βρήκα ευκαιρία να την περιεργαστώ: Τα ίδια χαρακτηριστικά, το χτένισμα, τα χείλη, το μικροσκοπικό σκουλαρίκι στο ρουθούνι… Και καθώς σήκωσε το χέρι να ανάψει τσιγάρο, φάνηκε και το τατουάζ με το ιστιοφόρο στον δεξί καρπό! Δεν κατάφερα εγώ ν’ ανάψω το δικό μου από το τρέμουλο.

– Άραγε κάπως έτσι θα είναι και το διαμέρισμα του Νίκου; Αναρωτήθηκε.

Μαζεύτηκα στην καρέκλα μου. Το αίμα πίεζε τις αρτηρίες και τις φλέβες, μούδιασε το κεφάλι. Ποια είναι τούτη και πώς μπόρεσε να μπει μες στη ζωή μου;

– Μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο; τον Νίκο Στεφανίδη; Μουρμούρισα σαστισμένος.

Χαμόγελο πλατύ, έκφραση απογοήτευσης, λες κι είχα ξεστομίσει σαχλό αστείο ή μεγάλη κουταμάρα. Δεν απάντησε. Τσεκάρισε γέρνοντας στο πλάι το κεφάλι τους τίτλους κάποιων βιβλίων που ήταν στη βιβλιοθήκη δίπλα της. Στράφηκε έπειτα προς το γραφείο.

– Μπορώ; Με ρώτησε.

Αφού είσαι στο σπίτι μου, αναπνέεις και μιλάς κι εγώ σε βλέπω, όλα τα μπορείς, συλλογίστηκα κι έκανα ναι με το κεφάλι. Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο. Δεν κοιμόμουνα, δεν ήμουν πιωμένος, είχα χρόνια να καπνίσω τα χορτάρια, τι στο διάολο είχα πάθει; Σκέφτηκα να φωνάξω, αλλά ποιος θα με πίστευε κι έπειτα τι θα κέρδιζα αν έφευγε; Στο κάτω κάτω ό,τι και να συνέβαινε δεν φαινόταν επικίνδυνο. Ήταν στο σπίτι μου μια όμορφη γυναίκα· ακριβώς όπως την είχα περιγράψει. Θαυμαστά τα έργα μου! Είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή όμως να πιω κάτι…

– Μπόρχες, Θερβάντες, Γονατάς και Πιραντέλλο. Βλέπω ταιριάζουν ακριβώς οι προτιμήσεις μας.

Μπορούσα κάλλιστα να της εξηγήσω το αυτονόητο, μα δεν υπήρχε λόγος. Άφησε τα βιβλία και το βλέμμα της στάθηκε στα χαρτιά, που ήταν σκορπισμένα στο τραπέζι. Έκανα: Ωχ! Και πάλι από μέσα μου.

– Οι σημειώσεις για το μυθιστόρημα;

Κούνησα το κεφάλι. Παραδόξως δεν έπιασε στα χέρια ούτε έριξε ματιά στο χαρτομάνι. Κάθισε πάλι στην καρέκλα της περνώντας από μπροστά μου. Φορούσε άρωμα διακριτικό κι είχε ωραίο πισινό. Άναψε με αργές κινήσεις δεύτερο τσιγάρο και:

– Δεν νομίζεις πως είναι καιρός να ασχοληθείς κάπως περισσότερο με μένα;

Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της αργά ανακατεμένες με καπνό. Θόλωνε το μυαλό μου κι η μορφή της. Έπρεπε να πιω κάτι επειγόντως. Δεν άντεξα.

– Να βάλω ένα τσιπουράκι;

Έγνεψε καταφατικά. Σηκώθηκα. Πήγα στο μπάνιο, έβγαλα τα γυαλιά κι έριξα στο πρόσωπο νερό. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη: Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, γένια δυο ημερών, βλέμμα αλαφιασμένο. Άνοιξα το μπαλκόνι της κουζίνας για να πάρω αέρα κι άδειασα μονορούφι ένα ποτήρι τσίπουρο πριν επιστρέψω. Κοντοστάθηκα στον διάδρομο· μου πέρασε η ιδέα πως θα μπω και δεν θα υπάρχει στο γραφείο μου κανένας. Προχώρησα…

Αμετακίνητη στη θέση της· περίμενε. Ακούμπησα τα ποτήρια στο τραπέζι και τα γέμισα. Κάθισα. Πάσχιζα πίνοντας να ταιριάξω στο μυαλό μια πρόταση για να δηλώσω παρών σε τούτη την αλλόκοτη συνάντηση. Φράσεις όπως: Ποια είσαι τελικά και πού με βρήκες; απορρίφτηκαν έπειτα από σκέψη ως αταίριαστες και παρελκυστικές.

– Τι θέλεις από μένα; Ψέλλισα.

Χαμογέλασε. Σιγά σιγά όμως το πρόσωπό της σκλήραινε· σοβάρεψε.

– Νομίζω πως εσύ μ’ έχεις περισσότερο ανάγκη, απάντησε σιβυλλικά.

Δεν πρόλαβα να διαφωνήσω ή να αντιδράσω. Συνέχισε:

– Και πριν απ’ όλα πιστεύω ότι δικαιούμαι και εγώ, όπως όλοι οι υπόλοιποι, εκτός από όνομα να έχω και επώνυμο.

Άνοιξα το στόμα και το έκλεισα. Είχε δίκιο! Στήριξα με τα χέρια το κεφάλι κι έσυρα τις παλάμες στο πρόσωπο. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια ήταν ακόμα εκεί. Έπιασα πάλι το ποτήρι μου. Έγειρε τότε προς το μέρος μου· έδειχνε φιλική, ωστόσο πέρασε στην αντεπίθεση αντιστρέφοντας την ερώτησή μου:

– Πες μου τι έχεις στο μυαλό σου, τι γυρεύεις από μένα;

Τι να πω; Δεν ήταν δα και τόσο εύκολο να απαντήσω. Άναψα τσιγάρο. Καθυστέρησα όσο μπορούσα.

– Πρόθεσή μου αρχικά ήταν να γράψω ένα διήγημα με ήρωα εκείνον, απολογήθηκα. Ήπια μια γουλιά και συνέχισα: Ήθελα να μιλήσω για τη φθορά του σώματος και τις εκπτώσεις φιλοδοξιών και ονείρων. Διάλεξα ηθοποιό, επειδή βρήκα προσφορότερο να δείξω αυτήν την παρακμή στο πρόσωπο ενός καλλιτέχνη παρά σε κάποιον άλλον, ας πούμε έναν δημόσιο υπάλληλο. Η πρώτη σας συνάντηση στο μπαρ ήταν τυχαία κι η άρνησή σου να δεχτείς το κέρασμα αυθόρμητη. Ύστερα από αυτό το επεισόδιο μού κίνησες το ενδιαφέρον. Σε είδα με συμπάθεια και, δεν το κρύβω, με αμηχανία. Αναρωτιόμουν συνεχώς γιατί φερόσουν έτσι. Με οδήγησες σιγά σιγά στην αποκάλυψη. Τη στιγμή, ωστόσο, της εξομολόγησης κατάλαβα ότι δεν είναι πια μόνο αυτός ο κεντρικός μου ήρωας κι η ιστορία πλέον ασφυκτιούσε στο πλαίσιο ενός διηγήματος. Σε υποτίμησα κι έφτασα σε αδιέξοδο κι είναι μέρες τώρα που σε σκέφτομαι πολύ και νοιάζομαι για σένα.

Σταμάτησα, την κοίταξα· άκουγε προσεκτικά:

– Με εκείνον όλα είναι πιο εύκολα, τον ξέρω ήδη αρκετά καλά. Με σένα δυσκολεύομαι. Η ψυχολογία και οι αντιδράσεις μιας γυναίκας, ξεχωριστής όπως εσύ, μου είναι σχεδόν άγνωστες. Αν συνεχίσω όμως να βλέπω τα πράγματα από τη δικιά του οπτική μονάχα, φοβάμαι πως θα είναι ανάπηρο, λειψό ό,τι κι αν γράψω.

– Γι’ αυτό είμαι σήμερα εδώ, για να βοηθήσω, είπε μεγαλόψυχα και συμπλήρωσε χαμογελώντας: Όπως η Κόρη στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα του Πιραντέλλο, που το έσκαγε από το σπίτι και επισκεπτόταν τον συγγραφέα προσπαθώντας να τον πείσει πως έπρεπε επιτέλους να τελειώσει την ιστορία της.

– Κάτι τέτοιες στιγμές μετανιώνω που διάλεξα να είσαι φιλόλογος, προσπάθησα να αστειευτώ.

Ανασήκωσε τους ώμους μάλλον αποδοκιμάζοντας, ωστόσο χαμογέλασε. Αναθάρρησα. Έγειρα με τη σειρά μου προς το μέρος της. Άπλωσα διστακτικά το χέρι κι άγγιξα την παλάμη της· ήταν ζεστή. Πανικοβλήθηκα στην ιδέα μήπως αντιδράσει και τραβήχτηκα. Ατάραχη!

Σηκώθηκα αμήχανος, πήγα στην κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο κι έβαλα σε δυο πιάτα ό,τι υπήρχε πρόχειρο. Τα ακούμπησα στο τραπεζάκι ανάμεσά μας.

– Πώς μ’ είχες στο μυαλό σου; Ρώτησε μόλις κάθισα.

Αναρωτιόμουν για το τι θα έπρεπε να απαντήσω. Η ματιά της διερευνητική, οι αισθήσεις της σε επιφυλακή. Μοναδική διέξοδος η αλήθεια.

– Μοιάζεις με μια γειτόνισσα που μένει στην απέναντι πολυκατοικία· τη βλέπω στο μπαλκόνι να ποτίζει τα λουλούδια της. Μου άρεσε πολύ και συγκράτησα τα χαρακτηριστικά της. Έχεις και αρκετά φερσίματα από γυναίκες που κατά καιρούς αγάπησα. Ωστόσο, όλα αυτά είναι επιφανειακά και εξωτερικά στοιχεία. Δεν ξέρω ακόμα τι αγαπάς, πώς σκέφτεσαι και τι φοβάσαι.

– Όπως συμβαίνει και στον έρωτα, συνήθως. Μας μαγνητίζει μια εικόνα δίχως συγκεκριμένο λόγο αρχικά κι ανακαλύπτουμε αργότερα την αιτία ή το λάθος μας.

Μου άρεσε η παρομοίωσή της και το είπα. Αντί να απαντήσει, ρώτησε:

– Κι ο Νίκος είσαι εσύ;

Αντέδρασα.

– Όχι! Έχει κληρονομήσει, βέβαια, αντανακλαστικά και φυσικά δικά μου – το παθαίνουμε συχνά οι συγγραφείς με κάποιους ήρωές μας. Δεν είμαι όμως εγώ. Δεν είναι σωστό να είμαι εγώ. Δεν θα είχε ενδιαφέρον λογοτεχνικό ένας χαρακτήρας σαν κι εμένα.

– Και έπρεπε να είναι τόσο εγωιστής;

– Έτσι τον είδα στην αρχή, αλλά είχα πρόθεση μαζί σου να…

Με διέκοψε. Διηγούταν

– Το θέμα δεν είναι τι είχες στο μυαλό εσύ όταν έγραφες, αλλά τι εισπράττουν όσοι τον συναναστρέφονται.

– Δηλαδή, πώς θα ήθελες να φέρεται;

– Ας ήταν λίγο τρυφερός, να έμπαινε στη θέση του άλλου.

– Ο κόσμος του γκρεμίζεται, δεν έχει πού να κρατηθεί.

– Αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να δείχνει κατανόηση.

– Στην περίπτωσή σου, ωστόσο, έκανε υπομονή.

– Αμέσως να τον δικαιολογήσεις, να του βρεις ελαφρυντικά, απάντησε ενοχλημένη και συμπλήρωσε: Ακολουθείς αυτόν, με σκέφτεσαι μόνο όταν εκείνος μ’ έχει ανάγκη. Υπάρχω για να καθρεφτίζεται ο Νίκος· η ζωή μου περιορίζεται μόνο σε σκόρπια, φωτογραφικά επεισόδια που έχουν σχέση με τον Στεφανίδη.

Με κοίταζε στα μάτια. Πέρασαν κάμποσα λεπτά· περίμενε την απάντησή μου. Δεν πήρε από πάνω μου το βλέμμα της.

– Έχεις δίκιο, είπα σκύβοντας το κεφάλι.

– Αναρωτήθηκες ποτέ πώς έφτασα ως εδώ, πώς ζω, τι περιμένω;

Δεν είχα τι να πω. Γέμισα τα ποτήρια μας. Σιωπή. Κοίταζε πάνω από το κεφάλι μου στο κενό. Καθόταν σταυροπόδι· η επάνω γάμπα της ταλαντευόταν νευρικά.

– Πότε συνέβη; Ρώτησα δειλά.

Δεν απάντησε· άναψε τσιγάρο. Ακουγόντουσαν στον δρόμο τα αυτοκίνητα που σταματούσαν στο φανάρι, άναβε πράσινο και έφευγαν. Κι έπειτα από λίγο ερχόντουσαν άλλα, φρενάριζαν, η μηχανή στο ρελαντί, κι ύστερα ξεκινούσαν μαρσάροντας· πάλι και πάλι. Κατέβασε το βλέμμα και με κοίταξε· σκοτεινή ματιά. Υπέθεσα πως την έφερα σε δύσκολη θέση και ετοιμαζόμουν να ζητήσω συγνώμη.

– Ήτανε καλοκαίρι, πέντε χρόνια πριν. Αδύναμη, ψιθυριστή η φωνή· μεγάλες παύσεις: Ήμουν σε διακοπές στην Πάρο με μια φίλη μου, την Άννα – είμαστε μαζί απ’ το δημοτικό. Είχα χωρίσει το προηγούμενο φθινόπωρο. Σιγά σιγά οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της πιο καθαρά και δυνατά: Συνάντησα τυχαία έναν συνάδελφο, που κάποτε δουλεύαμε μαζί σε φροντιστήριο. Του άρεσα τότε και το έδειχνε. Όλο τον προηγούμενο χειμώνα προσπαθούσα να ξεπεράσω εκείνο το διαζύγιο που δεν ήταν δα και τόσο ανώδυνο – μια άλλη φορά, αν θες, θα σου μιλήσω και γι’ αυτό. Βγήκα δυο τρεις φορές με τον συνάδελφο· ατμόσφαιρα ζεστή, ερωτική. Ήταν τρυφερός κι ευγενικός. Καταλάβαινα τι ζητούσε, ήξερα τι ήθελα. Ένα βράδυ καταλήξαμε πιωμένοι στο δωμάτιό του. Είχα να κάνω έρωτα πάνω από χρόνο. Ένιωθα τρακ (μπορείς να το πιστέψεις;), ήμουν ζαλισμένη όπως κι αυτός και δε νοιάστηκε κανένας απ’ τους δυο να πάρει προφυλάξεις. Βρεθήκαμε κι άλλες φορές, μα ήμαστε νηφάλιοι και προσεκτικοί. Χωρίσαμε, όταν οι διακοπές του τέλειωσαν – εκείνος ζούσε πλέον στην Αθήνα. Κάποια μηνύματα μετά, αραιά τηλεφωνήματα· χαθήκαμε. Για ένα διάστημα αγωνιούσα μήπως είχα μείνει έγκυος, Γρήγορα ησύχασα.

Παρακολουθούσα την αφήγηση δίχως να διακόπτω. Φράσεις κοφτές, πρόσωπο ανέκφραστο σαν να διηγούταν ένα περιστατικό που αφορούσε κάποια άλλη. Έσπασε η φωνή μόνο όταν πρόφερε σαρκαστικά εκείνο το «γρήγορα ησύχασα». Στήριξε την πλάτη στην καρέκλα, έκλεισε τα μάτια και συνέχισε:

– Έπειτα από μερικούς μήνες τηλεφώνησε θορυβημένη η Άννα λέγοντάς μου πως ο συνάδελφος της Πάρου ήταν φορέας! Μόλις το είχε μάθει και αυτή τυχαία από μια κοινή γνωστή. Ήμουν έξω από τη Φιλοσοφική κι όταν το άκουσα, γλίστρησε η συσκευή από τη χούφτα μου. Σύρθηκα κι ακούμπησα στο παγκάκι της στάσης των λεωφορείων. Δεν έβλεπα, δεν άκουγα ούτε σκεφτόμουν. Άδειο σακί και άβουλο, λες κι είχα πέσει από ψηλά και έμεινα στο πεζοδρόμιο αναίσθητη. Μόλις συνήλθα, έτρεξα πανικόβλητη στο σπίτι. Έπεσα στο κρεβάτι· έκλαιγα με λυγμούς, φώναζα δυνατά: γιατί; γιατί εγώ; και το κορμί μου είχε παραλύσει από το τρέμουλο – κρύωνε η πληγή πια και πονούσε. Ύστερα από αναστολές κι αναβολές τού τηλεφώνησα. Ο αριθμός που καλούσα δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή… Δοκίμασα πάλι και πάλι. Η ίδια μονότονη απάντηση. Ταξίδεψα την άλλη μέρα στην Αθήνα· είχε μετακομίσει και δεν ήξερε κανείς κάτι γι’ αυτόν. Στην επιστροφή φαντασιωνόμουν ότι γύριζε ο χρόνος πίσω (σαν τα σημεία επαναφοράς που έχουν τα κομπιούτερ) και επέστρεφα στη ζωή μου δυο ημέρες πριν ξεκινήσω για την Πάρο. Έφτασα στο σπίτι αργά το βράδυ και ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι. Μόλις ξημέρωσε πλύθηκα, άλλαξα και πήγα σε μια κλινική για εξετάσεις. Οι μέρες της αναμονής ακούνητες, οι νύχτες άυπνες κι ανάμεσά τους δευτερόλεπτα κρυφής ελπίδας… Οροθετική!

Ακούστηκε με δυσκολία η τελευταία λέξη, λες κι ήθελε να την κρατήσει ανάμεσα στα δόντια να μη βγει. Άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε. Δεν ξέρω τι έκφραση αντίκρισε, ωστόσο χαμογέλασε με συγκατάβαση. Έβαλε μια μπουκιά στο στόμα κι ήπιε ελάχιστα. Αναστέναξε:

– Ένα επίθετο που θα ήταν στο εξής συστατικό της ταυτότητάς μου: Επώνυμο (που δεν αξιώθηκα ακόμα), όνομα, ηλικία… οροθετική. Περιπλανήθηκα στους δρόμους άσκοπα εκείνη την ημέρα, ξερόχορτο που το σέρνει ο άνεμος. Παρατηρούσα κτίρια, μνημεία, μαγαζιά, λεωφορεία, λες και τα έβλεπα πρώτη ή τελευταία φορά. Διέσχιζα διασταυρώσεις κι αναλογιζόμουν πότε και με ποιους είχα ξαναπεράσει από εκεί, αναπολούσα με λαχτάρα ακόμα και τις πιο δύσκολες στιγμές που είχα βιώσει σε σημαδιακές τοποθεσίες, κοντοστεκόμουν μπροστά από εισόδους πολυκατοικιών όπου είχα κάποτε κρυφτεί για να ξεφύγω από τους μπάτσους, στάσεις λεωφορείων που ακούμπησα απογοητευμένη περιμένοντας κάποιον μάταια, μπαράκια που έπινα καφέ διαβάζοντας Τα ρω του έρωτα. Έζησα σχεδόν όλα τα χρόνια μου σε αυτή την πόλη, στο κομμάτι που έκλειναν κάποτε τα τείχη – παλίμψηστο που πάνω του είναι αποτυπωμένες κατά στρώματα οι στιγμές που δεν τις είχα εκτιμήσει ως τότε όσο έπρεπε. Τελείωσα τον επιμνημόσυνο περίπατο και γύρισα στο σπίτι αργά το απόγευμα· τα πόδια μου έτρεμαν. Έκλεισα πόρτες, παράθυρα, κουρτίνες, κινητό.

Ήταν φορές που ήθελα κάτι να ρωτήσω, μα δεν τόλμησα να τη διακόψω. Κάποια στιγμή σκέφτηκα πόσο θα με βοηθούσε αν κρατούσα σημειώσεις, αλλά έμεινε ευτυχώς μόνο σαν σκέψη που αμέσως εξοβέλισα. Με είχε παρασύρει η ιστορία της κι ο τρόπος που αφηγούνταν. Συμμεριζόμουν και συνέπασχα.

– Δεν θέλω να θυμάμαι εκείνη την περίοδο. Καταλαβαίνεις… Απομόνωση, κατάπτωση, κατάθλιψη. Μου στάθηκε η Άννα – ήταν η μόνη που ήξερε. Ερχόταν κάθε μέρα και με φρόντιζε. Έτρωγα ελάχιστα κι ύστερα από πιέσεις της. Σκεφτόμουν την αυτοκτονία, περνούσα ώρες αναζητώντας τρόπους και μεθοδεύσεις, μα δεν έβρισκα ποτέ κουράγιο να πραγματώσω αυτό το σχέδιο. Ξαπλωμένη διαρκώς: κρεβάτι, καναπές κι αντίστροφα. Μια νύχτα ξύπνησα από κάποιο θόρυβο· παντού σκοτάδι. Προσπάθησα να κινηθώ. Δεν με υπάκουαν τα μέλη. Έκλεινα, άνοιγα τα μάτια, διαφορά καμιά. Μου φάνηκε πως ήμουν πεθαμένη. Προς στιγμήν ανακουφίστηκα, αλλά μόλις συνειδητοποίησα πως δεν είχε αλλάξει τίποτα, απελπίστηκα. Σκέφτονται, άραγε, και οι νεκροί, αναλογίστηκα με τρόμο. Πανικοβλήθηκα. Δεν θέλω να πεθάνω αν είναι έτσι ο θάνατος, φώναζα και πάλευα να μετακινηθώ. Ξύπνησα τότε οριστικά μα, μόλις έκανα ένα βήμα, σωριάστηκα στο πάτωμα… Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα λιπόθυμη. Πονούσα όταν συνήλθα κι ήταν το σώμα μου γεμάτο μελανιές. Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Μαλλιά αχτένιστα και λαδωμένα, μαυρίλες κάτω από τα μάτια, σκασμένα χείλη πληγιασμένα, μύριζα ιδρώτα, απλυσιά και οινόπνευμα. Συνειδητοποίησα πως θα πέθαινα από ασιτία κι εγκατάλειψη προτού προλάβει ο ιός να με εξοντώσει. Άνοιξα όλα τα φώτα, έστρωσα το κρεβάτι, κάθισα σε μια καρέκλα στην κουζίνα και περίμενα. Δεν θέλω να πεθάνω ούτε να ζήσω σαν νεκρή, μουρμούριζα κάθε τόσο. Κοιτούσα το ρολόι του τοίχου συνεχώς. Όταν έδειξε εννιά, τηλεφώνησα στην ψυχολόγο, που με επιμονή μού πρότεινε να επισκεφτώ η Άννα. Έκλεισα ραντεβού – συναντηθήκαμε το απόγευμα. Μου χαμογέλασε· την εμπιστεύθηκα· με βοήθησε.

Συνόδευσε τις τελευταίες λέξεις με ένα πέρασμά της παλάμης μπροστά από το πρόσωπό της, σαν να έσπρωχνε με αυτή την κίνηση πίσω, μακριά, όλα τα προηγούμενα. Συνέχισε:

– Κρατήθηκα από πράγματα μικρά κι ασήμαντα, επιθυμίες ελάχιστες, κι ανέβηκα σιγά σιγά απ’ τα σκοτάδια μου· επιβίωσα. Σαν κάποιους που επιζούν από ατύχημα φρικτό έχοντας χάσει ένα μέλος του σώματός τους· συμβιβάζονται με την απώλεια, αλλάζει η καθημερινότητά τους, προσαρμόζονται. Η ζωή είναι πεπερασμένη, ανεπανάληπτη κι αξίζει να την εξαντλήσεις ακόμα κι όταν δεν σου προσφέρεται ακριβώς όπως θα ήθελες. Αποφάσισα να δοκιμάσω άλλη μια φορά απ’ την αρχή να ενταχτώ στους ζωντανούς με τους καινούργιους όρους. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολα τα πράγματα εκεί έξω, όταν δοκίμασα να ξαναβγώ από την πόρτα μου.

Σφράγισε με ένα αμφίβολο χαμόγελο την τελευταία φράση της. Περίμενα τη συνέχεια αμίλητος, όπως τα νήπια που τους διηγούνται παραμύθια οι μεγάλοι. Είχα ξεχάσει πια τον Νίκο κι όλες του τις ιδιοτροπίες, τις ανασφάλειες και δυσχέρειες. Ήπιε μια γουλιά κι ύστερα πέρασε πάνω στα χείλη της τη γλώσσα. Ζωντάνεψαν· υγρά, σαρκώδη, κόκκινα. Ήταν πολύ όμορφη! Αφέθηκα να την περιεργάζομαι γοητευμένος.

– Το ξέρω αυτό το βλέμμα, είπε κουνώντας το κεφάλι. Όταν με κοιτούν οι άνδρες έτσι, αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επόμενή τους λέξη, σχολίασε εξουθενώνοντάς με και συμπλήρωσε κουνώντας το κεφάλι: Μόλις μάθουν την αλήθεια, ωστόσο, χάνουν συνήθως τη μιλιά και κάθε ερωτική διάθεση.

Κατέβασα τα μάτια και κοκκίνισα όμοια παιδάκι που μόλις αποκαλύφθηκε απ’ τους μεγάλους κάποια σκανδαλιά του. Άρπαξα σαστισμένος το ποτήρι και το έπαιζα στη χούφτα.

– Είναι δύσκολο να είσαι διαφορετικός, αναστέναξε. Στην αρχή τα προβλήματα ξεκινούσαν από μένα. Περπατούσα κι είχα την αίσθηση πως όλοι με κοιτούσαν. Προσπερνούσα και μου φαινόταν ότι κάποιοι (που εγώ δεν ήξερα κι εκείνοι αγνοούσαν την ύπαρξή μου) σχολίαζαν χαμηλόφωνα πίσω από την πλάτη μου. Δεν άντεχα όμως να επιστρέψω στα σκοτάδια της κάμαρας. Διεκδίκησα τη θέση μου ανάμεσα στους ζωντανούς καταβάλλοντας το τίμημα. Κάποιοι από τον κύκλο μου με δέχτηκαν, άλλοι σταδιακά και με λεπτότητα ζητούσαν ευκαιρίες κι αφορμές για να με αποφεύγουν, οι περισσότεροι γνωστοί με αστήριχτες, επιφανειακά ευγενικές, προφάσεις έφυγαν από τη ζωή μου. Σε μερικούς, που με ενδιέφεραν, προσπάθησα να εξηγήσω. Γρήγορα παραιτήθηκα. Ζητούσα σχέσεις καθαρές και ισότιμες. Δεν γύρευα συμπόνια.

Σταμάτησε απότομα. Με κοίταξε. Βλέμμα σταθερό, διερευνητικό.

– Περίμενα πως θα το είχε καταλάβει αυτό, ο πολύπαθος ήρωάς σου, συμπλήρωσε αργά, αποφασιστικά και ελαφρώς ειρωνικά.

Προσπάθησα να βρω κάτι, αν όχι τόσο για να τον δικαιολογήσω, τουλάχιστον για να εξηγήσω τη στάση του, αλλά αμέσως παραιτήθηκα. Ήταν, κυριολεκτικά, σαν να πασχίζει ο συγγραφέας να αναλύσει εκ των υστέρων όσα δεν μπόρεσε να δείξει γράφοντας. Δεν περίμενε την απάντησή μου για πολύ, ενδεχομένως δεν την χρειαζόταν καν. Συνέχισε έπειτα από λίγο τον μονόλογό της:

– Δεν έκρυψα από κανέναν (απ’ τους παλιούς γνωστούς ή τις καινούργιες γνωριμίες) την αλήθεια. Είχα την εντύπωση πως όλοι θα αντιλαμβάνονταν το θέμα στην πραγματική του διάσταση, μα αποδείχτηκε πως ήμουν υπερβολικά αισιόδοξη. Έτσι σε κάποιους αναγκάστηκα να εξηγήσω αναλυτικά όσα όφειλαν οι ίδιοι να γνωρίζουν, χωρίς να καταφέρνω πάντα να τους πείσω. Στο τέλος αρκέστηκα σε εκείνους που με αποδέχτηκαν. Απολύθηκα, όταν ο ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου έμαθε. Αντέδρασα, υπερασπίστηκα το δικαίωμά μου στη δουλειά· έμεινα σχεδόν μόνη, ελάχιστοι μου συμπαραστάθηκαν – οι υπόλοιποι αρκέστηκαν να μου εκφράσουν ιδιαιτέρως τη συμπάθειά τους. Με τον καιρό κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα να επιβιώσω δίνοντας μάχες διαρκώς. Υποχώρησα τελικά και συμβιβάστηκα, ας πούμε προσαρμόστηκα. Όταν αναλάμβανα κάποιο ιδιαίτερο μάθημα, δεν έλεγα πλέον την αλήθεια στους γονείς. Έπρεπε κάπως να ζήσω κι άλλωστε τα παιδιά τους δεν κινδύνευαν από μένα.

Σταμάτησε απότομα. Αναστέναξε. Συνέχισε κουνώντας το κεφάλι:

– Άγνοια, φόβος για το διαφορετικό, ατομικισμός, αδιαφορία, αποκλεισμός· ρατσισμός.

– Και η ερωτική ζωή σου;

Είχα από ώρα την ερώτηση στα χείλη. Τη βασάνιζα ανάμεσα στα δόντια και με παίδευε. Τόλμησα, δειλά και χαμηλόφωνα. Πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα πριν απαντήσει:

– Μόλις συνήλθα από το πρώτο σοκ, έσπευσα να ενημερώσω τον τότε σύντροφό μου. Έμεινε άφωνος, άσπρισε, μετά παραληρούσε, παίρναμε πάντα προφυλάξεις, του υπενθύμισα, ύψωσε τη φωνή, απολογήθηκα ότι κι εγώ ήμουν θύμα, πως δεν ήξερα, χτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι του· έκανε εξετάσεις, ήταν καθαρός. Εξαφανίστηκε, δεν τον ξαναείδα. Πέρασαν μήνες αρκετοί, μοναχικοί και στερημένοι. Πάλευα με τη φύση και τις αντοχές μου, μα ήταν νύχτες που υπέκυπτα, υπέφερα· πονούσε το κορμί μου και το χάιδευα, πάσχιζα να ανακουφιστώ μονάχη… Κατά καιρούς είχα ερωτικές προτάσεις, όμως δίσταζα. Βγήκα με έναν παλιό συμφοιτητή και έτρεμα σαν κοπελίτσα άπειρη. Του είπα την αλήθεια στην πρώτη μας συνάντηση. Δεν υπήρξε επόμενη. Το ίδιο και ο δεύτερος. Στον τρίτο καθυστέρησα, όσο μπορούσα, τις αποκαλύψεις για να εκμεταλλευτώ τη συντροφιά του. Τον ενημέρωσα, έγκαιρα φυσικά, πριν καν συμβεί ανάμεσά μας οτιδήποτε. Ακόμα μια απόρριψη στολισμένη με προσβλητικές εκφράσεις και επικρίσεις – φοβήθηκε ο ανόητος πως θα κολλούσε από δυο ποτά κι έναν καφέ που ήπιαμε παρέα. Κάποτε, κάποιος έδειξε πως με αποδέχεται. Συγκράτησα τον ενθουσιασμό μου· συνεχίσαμε. Έβλεπα στα μάτια και στη συμπεριφορά του την απόσταση. Επέβαλε σταδιακά στη σχέση τους δικούς του όρους στους οποίους έπρεπε να υποταχθώ. Έδειχνε, δίχως να το λέει καθαρά, ότι εκείνος είχε κάνει την υπέρβαση και πως εγώ όφειλα να μην ξεχνώ ποια είμαι και να τον ευγνωμονώ. Δεν άντεξα και τον εγκατέλειψα. Ένα ζευγάρι υφίσταται όταν κι οι δυο είναι ειλικρινείς και ισότιμοι· σχέση σημαίνει αμοιβαιότητα. Ένιωθα να γλιστρώ στο περιθώριο. Συνέχιζαν οι άλλοι τη ζωή δίχως εμένα.

– Κι ο Νίκος;

Είχε το βλέμμα της ψηλά, όσο μιλούσε· κοιτούσε κάπου στο ταβάνι απέναντι, στη συμβολή των τοίχων. Κατέβασε τα μάτια και στράφηκε προς το μέρος μου. Σιωπούσε. Περίμενα. Ζήτησε να γεμίσω το ποτήρι της.

– Ο Νίκος! Επανέλαβε το όνομα κουνώντας το κεφάλι. Ήπιε μια γουλιά πριν συνεχίσει: Είχα παρακολουθήσει κάποιες παραστάσεις του παλιά. Όταν ήμουν μαθήτρια, σχεδόν τον είχα ερωτευθεί, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα κορίτσια και τους διάσημους.

Άφησε να σχηματιστεί ένα χαμόγελο· φωτίστηκε το πρόσωπό της προς στιγμή. Ήτανε τόσο όμορφη που σκέφτηκα πως τελικά την είχα αδικήσει στις περιγραφές μου.

– Όταν τον συνάντησα ξανά σε εκείνο το μπαράκι, στην Ισαύρων, δεν τον αναγνώρισα αμέσως.. Με πρόσεξε· έδειξε κάποιο ενδιαφέρον. Ακόμα άλλος ένας που, αν αφεθώ, θα με πληγώσει, συλλογίστηκα. Επέμενε. Αντιστάθηκα. Μου άρεσε. Εξαφανίστηκα. Δεν άντεξα όμως. Όπως τα αδύναμα ζωάκια που πηγαίνουν στο ποτάμι για να πιουν νερό, αν και το ένστικτο τα προειδοποιεί πως κινδυνεύουν. Πλησίαζα κοντά του από ανάγκη, αφηνόμουν για λίγο δίχως να σκέφτομαι τίποτα, γρήγορα πανικοβαλλόμουν, έφευγα κυνηγημένη και κρυβόμουν. Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή. Ένα παιχνίδι ακατανόητο για τους πολλούς κι ίσως ανόητο, για μένα όμως τρόπος άμυνας, έστω και παιδιάστικος. Όταν έστειλα εκείνο το, κάπως τολμηρό, μήνυμα, συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε επιστροφή, δεν μπορούσα πλέον να κρύβομαι, μήτε να κρατάω το τηλέφωνο συνέχεια κλειστό. Δεν μετάνιωσα. Ήμουν αποφασισμένη, αλλά φοβόμουν. Είχα πια πέσει στη θάλασσα και έπρεπε να αγωνιστώ. Μου άρεσε, τον ήθελα, είχα την ελπίδα πως αυτός θα καταλάβαινε και…

Κόμπιασε, ρούφηξε τη μύτη, αναστέναξε κι άφησε το κεφάλι της να γείρει προς τα πίσω. Τα μάτια κλειστά, ο λαιμός τεντωμένος κι η πουκαμίσα είχε γλιστρήσει από τον αριστερό της ώμο αφήνοντας ακάλυπτο ένα μέρος του στήθους.

Έκανα μια ασυναίσθητη κίνηση προς την καρέκλα της, μα συγκρατήθηκα έγκαιρα. Δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Αναρωτήθηκα ποια, τάχα, πρόθεση κρυβόταν πίσω από τη χειρονομία αυτή: Θέλησα μήπως να της δείξω με τον τρόπο μου πως δεν ενέκρινα τη  συμπεριφορά του Νίκου ή ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια που αφορούσε αποκλειστικά εμένα;

– Δεν έπρεπε το βράδυ εκείνο να σ’ αφήσει μόνη…

Δεν πίστευα πως ψέλλισα εγώ αυτή τη φράση! Άκουσα σαν ξένη τη φωνή μου, είχα την εντύπωση πως κάποιος άλλος υπαγόρευε τα λόγια και καθοδηγούσε τις σκέψεις μου.

Εκείνη έσκυψε προς το μέρος μου. Το πρόσωπό της είχε πλέον πλησιάσει το δικό μου – ένιωθα την ανάσα της. Κοιταζόμαστε· τα βλέφαρά της δεν κινούνταν.

– Έτσι θα έκανες εσύ…

Φωνή αχνή, ψιθυριστή, μόλις που ακούστηκαν οι λέξεις άχρωμες· σχεδόν τις διάβασα στα χείλη. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν η κατάληξη της φράσης είχε χροιά ερωτηματική, ήταν διαπίστωσή της ή επρόκειτο για κάλεσμα ερωτικό συγκαλυμμένο, γι’ αυτό δυσκολευόμουν και καθυστερούσα να απαντήσω. Άραγε τι σκεφτόταν, τι περίμενε, τι ήθελε από μένα; Ένιωσα την επιθυμία να αγγίξω τα μαλλιά, το μάγουλό της και να τη φιλήσω. Συγκρατήθηκα. Έχανα τον έλεγχο κι όλα γύρω θόλωναν και λύγιζαν σαν σε όνειρο! Έφτασα στο σημείο να επικρίνω τη συμπεριφορά του ήρωά μου υποσκάπτοντας ουσιαστικά τον εαυτό μου ως συγγραφέα και ακυρώνοντας όσα ήδη είχα γράψει και επιπλέον αφέθηκα να δω τη φίλη του και ηρωίδα μου ερωτικά. Είχα ξεφύγει· έψαχνα να κρατηθώ από κάπου!

Απογοητευμένη από τη σιωπή, ενδεχομένως κι απ’ την απραξία μου ανασήκωσε το κορμί αργά κι ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας. Επέμενε, ωστόσο, να με κοιτά ανέκφραστη.

– Κι εκείνον, γιατί τον εμπόδισες; Με εγκάλεσε.

Το βλέμμα και τα χαρακτηριστικά της διατηρούσαν την προηγούμενη ηρεμία και γλυκύτητα – μόνο ο τόνος της φωνής ελάχιστα υψωμένος. Κατέβασα τα μάτια κι έβλεπα τα σερβίτσια στο τραπέζι. Κατάφερα να την κοιτάξω έπειτα από λίγο.

– Δεν εξαρτάται απόλυτα ένας μυθιστορηματικός ήρωας από τον δημιουργό του, απολογήθηκα.

Έτρεμε το χέρι μου κι ακούμπησα το ποτήρι στο τραπέζι. Κοιτούσε δύσπιστη· συνέχισα:

– Έχουν κι εκείνοι παρελθόν, την ιστορία τους, συμπεριφορές και αντιλήψεις που δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με αυτές του συγγραφέα· στάση ζωής, απόψεις και εμπειρίες που καθοδηγούν τη δράση τους. Δεν υπακούουν πάντα, συχνά ξεφεύγουν κι ενεργούν αυτόβουλα.

Είπα πολλά, αναμασούσα τα ίδια σε μια προσπάθεια μάλλον να δικαιολογήσω τον εαυτό μου ως συγγραφέα, παρά να ερμηνεύσω τη συμπεριφορά του ήρωά μου.

– Και τι πρόκειται να κάνει ο «δικός» σου; Διέκοψε.

Πρέπει να είχα το ύφος μαθητή αδιάβαστου, που δεν είναι σε θέση να απαντήσει, ως όφειλε, στην πιο απλή ερώτηση του δάσκαλου.

– Δεν ξέρω, Όλγα… Πρώτη φορά πέρασε το όνομά της απ’ τα χείλη μου: Δεν μπορώ να εγγυηθώ το πώς θα αντιδράσει. Δεν είμαι εγώ· είναι ένας άλλος.

Υποδέχθηκε την τελευταία φράση μου με παρατεταμένη σιωπή. Ακουγόταν η ανάσα της αργή, βαριά. Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε, φάνηκε πως κάτι ήθελε να πει, αλλά μετάνιωσε. Δοκίμασε και πάλι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα: Ήταν σαν να μονολογούσε:

– Κι όμως, αν σου έμοιαζε, αν είχε κάτι από…

Δεν ολοκλήρωσε την πρόταση. Τα βλέφαρα ακίνητα, το βλέμμα κατευθείαν στο δικό μου. Ήμουν σίγουρος πως γύρευε, δίχως να απαιτεί, μια απάντηση. Έψαχνα το πακέτο, δεν το βρήκα. Έπιασε το ποτήρι, ήπιε κι ακούμπησε πάλι στην πλάτη της καρέκλας. Στο πάνω χείλος είχαν ξεμείνει κάμποσες σταγόνες από το περιεχόμενο.

Σηκώθηκα, πλησίασα και γονάτισα μπροστά της. Δεν αντέδρασε. Άγγιξα τον καρπό της. Δεν τραβήχτηκε. Έπιασα την παλάμη της και την ακούμπησα στο στόμα μου. Ανασήκωσε το άλλο χέρι και μου χάιδεψε το μάγουλο. Τα πρόσωπά μας βρέθηκαν απέναντι. Είχε τα μάτια της κλειστά. Ένιωσα το πάνω χείλος της ανάμεσα στα δικά μου κι έγλειψα όσο οινόπνευμα είχε απομείνει. Αισθάνθηκα τα μπράτσα της γύρω από τον λαιμό μου. Στάθηκα όρθιος· το σώμα της κολλημένο στο δικό μου παρασύρθηκε. Μείναμε αγκαλιασμένοι – κορμιά και χείλη ενωμένα. Ξεκούμπωσα το πουκάμισό της κι εκείνη τράβηξε προς τα πάνω το βαμβακερό μπλουζάκι που φορούσα.

Φτάσαμε στο κρεβάτι μου σχεδόν γυμνοί. Έπεσα επάνω της.

– Προφυλακτικό, βόγκηξε σφίγγοντας τους μηρούς. Το προφυλακτικό…

 

Απόσπασμα από μυθιστόρημα Έρως ανίατος (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο τον Οκτώβριο του 2015).


Διακρίσεις: 

Για τη συλλογή των διηγημάτων Της Σαλονίκης μοναχά... τιμήθηκε το 2000 με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού Διαβάζω


E-mail:  dimingas@gmail.com