ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ, ΜΑΡΙΑ


ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ, ΜΑΡΙΑ

Πτυχίο Πάντειου Πανεπιστήμιου.
Πτυχίο Σορβόννης, Τμήμα Θεάτρου. Οι σπουδές έγιναν με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης.

Υπάλληλος του Επαρχείου Λήμνου, της Νομαρχίας Αττικής, του Υπουργείου Εσωτερικών.

Λογοτεχνικά κείμενα, κριτική βιβλίου, μελέτες, αφιερώματα έχουν δημοσιευτεί σε ημερήσιες εφημερίδες καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Έλαβε μέρος σε πανεπιστημιακά και άλλα συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.

Έχουν γίνει έξι πανεπιστημιακές διατριβές πάνω στο έργο της, στα πανεπιστήμια Αθηνών, Πάτρας και Bari Ιταλίας. Οι τέσσερις για τα ιστορικά της μυθιστορήματα, δύο για τα θεατρικά της έργα.

 Πληροφορίες: 
Όνομα:  ΜΑΡΙΑ
Επίθετο:  ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ
Εργογραφία: 

Ποίηση

Συναντήσεις, ιδιωική έκδοση, Αθήνα,1959
Σπουδή, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1961
Μικροί Κόσμοι, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1963
Τοπία εφηβείας, Ποιήματα του Quartier Latin, 1969
Το Φως του Προσώπου σου, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα,1973
Στους προδομένους καιρούς μας, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα, 1975
Το παιδάκι εκείνο ήταν ένα άστρο που έσβησε, 1979
Περπατώ και ονειρεύομαι, εκδόσεις Φιλιππότη, 1984
Μυστικό Πέρασμα, Αστρολάβος Ευθύνη, 1989
Passage Mystique, Poème traduit du Grec and présanté par Jacques Lacarrière, éditions Le Temps qu' il Fait, Γαλλία, 1995
Επί πτερύγων ανέμων
, Καλέντης, 1995
Mystisk passage, με πρόλογο του Σουηδού Ingemar Rgedin, BONNIERS,     Στοκχόλμη, Σουηδία, 1996
Και θέα προς το Αμίλητο, Κέδρος, 1998

Μαζεύω τα υπάρχοντά μου:  Συγκεντρωτικός τόπος ποίησης και βιογραφικά στοιχεία, Κέδρος, 2007
Κι η άβυσσος μου ανέβηκε ως το γόνατο, Γκοβόστης, 2011
Ως ωραίος νέκυς, εκδόσεις Πατάκη, 2019
 

Μυθιστορήματα 

Το Όραμα του Αλέξη Φερά, Βιβλιοπ. Εστίας, 1962, Κέδρος 2004
Μικρό Κλουβί, Βιβλιοπωλείο Εστίας, 1965
Γκρίζα Πολιτεία, Δωδώνη 1971,  Γκοβόστης 2011
Η Μαρούλα της Λήμνου, Κέδρος, 1986 (17η έκδοση 2009)
Σώμα θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, Καλέντης 1990
Η Δοξανιώ, Κέδρος,1990, (14η έκδοση 2009)
Λυκόφως της Μοναξιάς, Καλέντης, 1991
Νικηφόρος Φωκάς, Κέδρος, 1992, (13η έκδοση 2008)
Με τη Λάμπα Θυέλλης, Καλέντης, 1993, 6η έκδ. Κέδρος 2008
Ναταλία και Χριστίνα, Καλέντης, 1994, (7η έκδ. Άγκυρα 2001
Νatalia and Christina, Endeavour Press 2016 (διατίθεται από Amazon)
Πήραν την Πόλη, πήραν την, 1996, Κέδρος (22 επανεκδοσεις). και                  εκδόσεις Πατάκη 23η έκδοση 2017
Η Έκτη Σφραγίδα, Κέδρος 1999, (4η έκδοση 2000)
Ο Άγγελος της Στάχτης, Κέδρος 2001, (3η έκδοση 2002)
Η Επέτειος των Ρόδων, Κέδρος 2002, (3η έκδοση 2003)
Ο Ιερός Ποταμός, Πατάκης 2003, (6η έκδοση 2004)
Το Ξύλινο Τείχος, Κέδρος 2006, (8η έκδ. 2008). Εκδόσεις Πατάκη 2018
Υγρό Φεγγαρόφωτο, Κέδρος 2009 (2η έκδ. 2009)
Υψιπύλη – Η  βασίλισσα του αίματος, εκδόσεις Πατάκη 2010
Τα θαύματα θυμώνουν όταν δεν τα πιστεύεις, Γκοβόστης, 2011
Ζωή, μια μέρα μόνο, Γκοβόστης 2011
Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι, Πατάκης, 2013
Συνέντευξη με το φάντασμα του βάλτου, Πατάκης, 2014, βραβείο Ibby
Τα Μονοπάτια του Αγγέλου μου, Πατάκης, 2016 (αυτοβιογραφία)


Ποιητική πρόζα - ραδιοφωνικές εκπομπές 

Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο, 1982, 6η έκδ. Ανανεωμένη 2002
Απάντηση και μία τύψη, 1983, 3η έκδ.1995, Ελληνική Λέσχη Βιβλίου
Νύχτες του φεγγαριού – Δεκαοκτώ όνειρα, 1984, Βιβλιοπωλείο Εστίας
Σπίτι μου της Μικρασίας, 1986, 4η έκδοση Κέδρος 1999
Περπατώ και ονειρεύομαι, 1987, Χατζηνικολή, 2η έκδ. 2000


Θεατρικά έργα (βιβλία)

Τόμος Πρώτος: Το Γυάλινο Κιβώτιο, Σχεδίες, Αντιγόνη ή Νοσταλγία της τραγωδίας, Σ’ αποχαιρετώ  με το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι, Χάρτινο Φεγγάρι, Κέδρος, 1998
Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο, εννέα θεατρικοί μονόλογοι, 2000,
Άγκυρα
A Woman of Lemnos, 2002,  τρία θεατρικά έργα και ποίηση, εκδόσεις Guernica, Τορόντο Καναδά, editor Rhoda Kaufman

Τόμος Δεύτερος: Πλωτή Νύχτα, Να πατάς στις μύτες των ποδιών καληνύχτα, Η Εκτέλεση του Ποιητή, Έκτωρ ο αγαπημένος των θεών, 2010, Κέδρος

 

Δοκίμιο

Samuel Beckett - Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης, 1983. Συμπληρωμένο, 2015 Έναστρον

Οδυσσέας Ελύτης - Ένα όραμα του κόσμου, 1982, 2η έκδοση συμπληρωμένη 1994, Παπαδήμας

Δωρεάν φθινόπωρα, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2013

 

Μεταφράσεις βιβλίων της:

Passage Μystique, μετάφραση και εισαγωγή του Jacques Lacarrière, Γαλλία, 1995, εκδόσεις Le Temps qu’il fait.

Μystisk Passage, μετάφραση και εισαγωγή του Ingemar Rhedin, Σουηδία, 1996, εκδοτικός οίκος Bonniers.

Βyzantium - The Fall, μετάφραση Theony Condos, 2001, εκδόσεις Terzo-Βooks.

A Woman of Lemnos, τόμος που περιλαμβάνει ποίηση και τρία θεατρικά έργα, The Glass Box, Bidding you Farewell, Antigone Or the Nostagia of Tragedy, επιμέλεια και εισαγωγή Rhoda Kaufman, εκδόσεις Guernica, Τορόντο Καναδάς, 2002

Ποιήματα, θεατρικά μονόπρακτα, διηγήματα και άλλα κείμενά της έχουν μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε περιοδικά και διεθνείς ανθολογίες όπως: La Boîte en verre, θεατρικό, δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Education et Theâtre,  Μάρτιο 1967, σε μετάφραση Ann Creuchet. Il fait un temps de poème, ποιητική ανθολογία, μετάφραση και επιλογή Jacques Lacarrière, εκδ Filigranes, Γαλλία, 1996. The Charioteer – an Annual Review of Modern Greek Culture, πανεπιστημιακό περιοδικό της Santa Barbara, δημοσίευσε ολόκληρη την ποιητική συλλογή Μυστικό Πέρασμα σε ελληνικό και αγγλικό κείμενο, σε μετάφραση Theony Condos και με εισαγωγή του καθηγητή κλασικής φιλολογίας Απόστολου Αθανασάκη, εκδ. Pella Publishing, 2000. Και άλλα.

 

Έχει μεταφράσει

Samuel Beckett, Jacques Lacarrière, Marguerite Duras, Selma Langerlef.

 

Αφιερώματα – βιβλία για το έργο της:

Μ. Λ. Π. Η ζωή και το έργο της, 1995, Λεωνίδα Βελιαρούτη, σελ. 260.

Αφιέρωμα περιοδικού Θέματα Λογοτεχνίας, επιμέλεια Ζωή Σαμαρά, τεύχος 39, 2008, σελ. 257 (περιλαμβάνει βιβλιογραφία). 


Άλλες δημοσιευσεις:  Έχει γράψει αμέτρητα άρθρα, κριτικές, κείμενα πνευματικής επικαιρότητας σε ημερήσιες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, Βήμα της Κυριακής, Καθημερινή, Ελευθεροτυπία, Έθνος της Κυριακής, Διαβάζω, Θέματα Λογοτεχνίας και άλλα.   


Διεύθυνση: 

Καρκαβίτσα 8,
154 52 Παλαιό Ψυχικό


Έτος γέννησης:  1933
Τόπος γέννησης:  Μύρινα Λήμνου
Τίτλος αποσπάσματος:  ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Κείμενο αποσπάσματος: 

Ένα ποίημα

 

ΠΕΡΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ

Η Αγωνία της Ύλης

 

Ο χειμώνας θα με βρει γυμνή

Σ’ ένα ερειπωμένο δωμάτιο

Με το χρόνο ν’ αναβλύζει από τα τρύπια πατώματα

Ο χειμώνας θα με βρει να σκαλίζω τη στάχτη από

                                                   την ποίησή μου

Μια φούχτα λέξεις όπως άστρο ή αίμα

Όπως οδοιπορώ ή όρκος   όπως

«Αι ψυχαί οσμώνται»

Τις καίω να ζεσταθώ.

                          *

Ο χειμώνας θα με βρει ξυπόλυτη να οδοιπορώ

Άνω και κάτω την άβυσσο μία

Το χώμα μαλακό βυθίζομαι

Λάσπη από άστρα παλιά

Θα περάσω, λέω

Στα χέρια μου κλώνοι του γαλάζιου

Και το δέντρο ιερουργεί το ασήμι της ερημιάς

Οσμή του απέραντου κενού

Η πονεμένη μου ύλη που κατοίκησα

 

Ορθώνω την ποίησή μου ενάντια

«Ιμάτιον ρεραντισμένον αίματι»

Το καίω να ζεσταθώ.

 

                        *

Και βρέχει βρέχει στο σπαραγμένο μου δωμάτιο

Το «ως πυρός ανταμοιβή» αιωρούμενο

Βρέχει πανσέληνο και αίμα παλιό

Κρύσταλλοι φορτισμένοι τους αιώνες μου

 

Γέρνω να κοιταχτώ στην πιο

Στην πιο βαθιά πηγή από κρύσταλλο ρηγματωμένο

Άπορο και λυπητερό το πρόσωπό μου

Και βρέχει βρέχει ερημιές ασημένιες πάνω

                                                   στο εικόνισμα

Μια οσμή από ρίγημα νύχτας το σώμα μου

Κι ο αρχάγγελος ορθός πάνω στο παράθυρο

Λυγίζει ερωτικά μια καμπύλη από θεό και σύμπαν

 

Περιβάλλομαι το απέραντο γαλάζιο

Να πορευτώ.

 

                            *

Ο χειμώνας θα με βρει ονειρευόμενη

Ένα ρόδο φυτρωμένο πάνω στη θύελλα

Με τον παράδεισο να μετατοπίζεται σαν παραίσθηση

Κι ο χρόνος προφητικός ακόμα

Ν’ απελευθερώνει από τη σάρκα μου τ’ αστέρια

 

Ο χειμώνας θα με βρει στην έρημο

Να βαδίζω σαν αποκάλυψη

Κι ο Αιώνας ή Ερειπιώνας να λιώνει όπως

Κερί αρωματισμένο

Με τις εφτά φλόγες αναμμένες στο κορμί μου

Τοπία αναδυόμενου λευκού

Μ’ ένα άρωμα καμένης πευκοβελόνας για τη

                                                        γνωριμία

Ένα ρόδο που προσεύχεται ξεχασμένο

Στην άκρη της θύελλας

 

Δεν περπατώ πια

Βυθίζομαι σαν όνειρο προφητικό.

 

Από την ποίηση “Μυστικό Πέρασμα”

 

Απόσπασμα από τομυθιστόρημα: Ο Άγγελος της Στάχτης

 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΟΥΣ στο έρημο μονοπάτι, με το φεγγάρι να κυλιέται ανάμεσα στα λυγισμένα δέντρα και στα σκοτεινά νερά. Ο Φοίβος κρατά ψηλά τη λάμπα να τους φέγγει τα βήματα. Μπροστά πάει ο Κωνσταντίνος, πίσω του ο Κέρβερος με τη γλώσσα εξω, και τελευταίος ο Φοίβος. Σαν την άλλη φορά.
Αισθάνεται μια παράξενη έγερση. Τούτη η νύχτα του ανέμου με τον Κωνσταντίνο να τον οδηγεί στα μυστικά της γοητείας του, τούτη η άσωτη νύχτα των παραισθήσεων, λιώνει σαν μουσική έγερση στην ψυχή του.
Τι ζητά ο Κωνσταντίνος τούτη τη νύχτα; Πού πάει;
Δεν ρωτά. Του φτάνει που είναι μαζί του. Που βλέπει τη στητή κορμοστασιά του κι ανασαίνει την ευωδιά της νιότης του -- ευωδιά των εφτασφράγιστων μυστικών του.

Γερμένοι, ερειπωμένοι σταυροί πάνω στους χορταριασμένους τάφους.
΄Εφτασαν.
Ο Κωνσταντίνος τρέχει ευθύς στο Πέτρινο Δέντρο, αυτό που ο Νικόλας είπε πως βλασταίνει. Έχει γείρει ως τη γη, ένας πελώριος πανύψηλος κορμός. Έχει γείρει πάνω στους χορταριασμένους τάφους κι ακόμα μουγκρίζει, λες και σφαδάζει από τους πόνους.
Στέκεται λίγες στιγμές μπροστά του ασθμαίνοντας από την αγωνία. Ύστερα, απλώνει τα χέρια του και το αγκαλιάζει -- εκείνος που αιώνες δεν άγγιξε πλάσμα ζωντανό... εκείνος, εκείνος, που όποτε περνούσε από εκεί, το σώμα του έλιωνε, γινόταν στάχτη. Κι έφευγε, όλο έφευγε, κλεινόταν στην ερημιά του.
Όμως τώρα το αγκαλιάζει, αυτό που πέτρωσε για κείνον -- όπως είπε ο Δομίνικος, πέτρωσε τη μέρα του θανάτου του από το θρήνο της μάνας. Κι ανοίγει ξανά και ξανά τα χέρια του, τ' ανοίγει διάπλατα. Τρέμει από τον πόθο να το σφίξει στον κόρφο του.
Και το σφίγγει. Ένας χιλιόχρονος ροζιασμένος κορμός, που αναδίνει γλυκές ανάσες, ζεστές γλυκές ανάσες, κι ένα άρωμα Μεγάλης Παρασκευής.

Ο Φοίβος πλησιάζει κοντά τη λάμπα, να δει. Απορεί που ο Κωνσταντίνος έχει τόση τρυφερότητα για τούτο το στοιχειωμένο δέντρο, το ξεχασμένο εδώ, στην ερημιά του θεού. Και στην τρεμάμενη λάμψη της φλόγας, βλέπει το πουλί. Κοιτάζει με κάτι πελώρια μάτια, σαν τρύπες αβύσσου, βγάζοντας μικρές θρηνητικές λαλιές. Κι ο Κωνσταντίνος σηκώνει το κεφάλι και το βλέπει. Αυτό το θρηνητικό λάλημα κάπου το ξέρει, όμως δεν θα μάθει ποτέ πως το λένε Τειρεσία και πως είναι το ίδιο θρηνοπούλι -- εκείνο που του άνοιξε το χρόνο να μπει στη νύχτα του αρραβώνα.
Ο Φοίβος ανάβει και το φακό, να βλέπει καλύτερα. Τι θέλει να κάνει ο Κωνσταντίνος; Κάτι προσπαθεί. Ο ιδρώτας κυλά στο πρόσωπό του. Τον βλέπει που βάζει το σώμα του κάτω από τον κορμό του δέντρου... μα είναι δυνατόν; Το στηρίζει στη ράχη του, σαν να θέλει να το σηκώσει. Ένα πελώριο δέντρο, μισό πέτρινο, μισό χλωρό, σαν σάρκα κοραλιού, που δεν θα μπορούσαν εκατό άνθρωποι να το μετακινήσουν. Κι εκείνος μόνος, ο ανέγγιχτος ο τρυφερός Κωνσταντίνος, με τα ακατάδεχτα σαν εύθραυστα χέρια, το σηκώνει στη ράχη του... το σηκώνει.


Με κομμένη ανάσα τον βλέπει ο Φοίβος ν' ανοίγει τα σκέλια του, πατώντας γερά στη γη, και ν' ανοίγει τα μακριά του χέρια, να τ' ανοίγει αργά, σχεδόν τελετουργικά, σαν φτερούγες υπερφυσικές. Και με μια τελική κίνηση, που ήταν περισσότερο νοητή παρά πραγματική, σηκώνει το δέντρο όρθιο.
Μούγκισε αυτό. Ένα μουγκρητό που βγήκε, λες, από τα σπλάχνα της γης, από τα σπλάχνα του ’δη. Ύστερα, τίναξε το φρέσκο φύλλωμά του και στηρίχθηκε στα πόδια του.
Αγέρωχο.
Ένα πελώριο πανύψηλο δέντρο.
Και στη λάμψη του φεγγαριού, παρατήρησαν κι οι δυο πως ήταν ένα πανέμορφο άσπρο κυπαρίσσι.
Αυτό που κρατούσε τη γενιά του από τα κυπαρίσσια του ’δη -- όπως είπε ο Νικόλας.
Αυτό που καταγόταν από τον Ασφοδελό Λειμώνα των ψυχών.

Μια γαλήνη απλώθηκε στο τοπίο, που το έλουζε το φεγγαρόφωτο. Δίπλα, το Νεκυομαντείο φάνταζε βουβό και απρόσιτο. Όμως ίσως δεν ήταν. Ίσως μια άλλη ζωή, αυτή του ζώντος μύθου, συμμετείχε ακατανόητα σε αυτό που συνέβαινε.
Σήκωσε ο Φοίβος το χέρι του ασυναίσθητα και άγγιξε το μικρό σημάδι στον κρόταφο. Το χέρι του μάτωσε. Κι ο Κωνσταντίνος με την άκρη της ματιάς το είδε και έσκυψε το κεφάλι. Ντράπηκε. Τον χρησιμοποιούσε τον Φοίβο. Χρησιμοποιούε την αφοσίωσή του, την καθαρότητα της αγάπης του.
"Μια μέρα θα καταλάβεις. Όπου και να ΄μαι, μια μέρα θα σου ανταποδώσω την αγάπη. "
Ήταν η δεύτερη φορά που έλεγε τον ίδιο λόγο. Ο Φοίβος δεν μίλησε. Εκείνη τη στιγμή ζούσε τη δική του έκσταση, το δικό του πάθος. Ένα πάθος που ήταν μαζί έρωτας και μουσική και ακατανόητο. Ήταν πόθος και νόστος του αδύνατου. Ήταν υπέρβαση και ύβρις και μυστήριο.
Ήθελε να πάει γρήγορα στο σπίτι, να γράψει τη μουσική που ξεχείλιζε το σώμα του.
Αυτή που γεννιόταν από τον πόνο του μυαλού για το ακατανόητο.
Κι ο Κωνσταντίνος το είδε.
"Πήγαινε εσύ με το Σγουρό..., εγώ θα έρθω σε λίγο."

Στάθηκε να τον κοιτάζει, ώσπου χάθηκε στο μονοπάτι. Με το μαύρο ρούχο και τα χρυσά στο κεφάλι. Ένας λυπημένος άγγελος. Ψηλός σαν ίσκιος κυπαρισσιού.
Σαν τον ίσκιο του ’σπρου Κυπαρισσιού κάτω από το φεγγαρι.

σ. 451-452 (Ο  Άγγελος της Στάχτης)

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ βέλος του χρόνου γυρίζει πίσω.
Το πρωινό μουντό.
Μια καταχνιά σαν θαμπό κρύσταλλο τυλίγει το τοπίο, κι όλα μοιάζουν αιωρούμενα, τα δέντρα, τα ιερά ποτάμια της Αχερουσίας, τα νερά. Πρέπει να έβρεξε τη νύχτα, συλλογίζεται ο Φοίβος, και κοιτάζει κάτω από τον εξώστη μικρά αυλάκια με λασπόνερο που τρεμουλιάζει πίσω από τις κινούμενες μάζες της ομίχλης.
Φτιάχνει έναν καφέ και τον απολαμβάνει βουτηγμένος στο χρόνο.
Σήμερα τον βασανίζει η μισοτελειωμένη του σύνθεση, η παρατημένη στο συρτάρι, που είχε γράψει όταν πέθανε η ’λμα, "Η κάθοδος στον ’δη". Θα μπορούσα να γράψω στην Αλέξια να μου τα στείλει. Απορεί με την πένθιμη διάθεσή του.
"Από αυτή πηγάζει η ελευθερία σου..."
Ακούει τη φωνή του Κωνσταντίνου και στρέφει ευθύς το κεφάλι. Δεν τον άκουσε που ανέβηκε τη σκάλα, κι ούτε τον είδε στο μονοπάτι. Φορά το ίδιο λευκό λινό και τα μάτια του έχουν ακόμα το φέγγος του κεχριμπαριού. Στα σγουρά του κυλούν ξανθές αύρες, με τα κωνσταντινάτα γύρω στο κεφάλι, και το δέρμα του είναι απαλό και λευκασμένο σαν σατινένιος ανθός. Ένα άρωμα ρόδου στον αέρα, και σκύβει να τον μυρίσει. Η σάρκα του αναδίνει αυτό το εξαίσιο άρωμα. Η ίδια μεταμόρφωση, συλλογίζεται, όπως τον είδα εκεί, στο Πέτρινο Δέντρο. Δεν είναι πια ένα πλάσμα με το έρεβος στα μάτια και την καταχνιά στο δέρμα. Είναι ένας καινούριος Κωνσταντίνος που μοσκοβολά φως και ρόδο.
Κοιτάζει ένα πάκο με χειρόγραφα, που κρατά στο χέρι.
"Είναι η'Κάθοδος στον ’δη', λέει εκείνος, και του δίνει το πακέτο.
Μένει άφωνος. "Και πώς ήξερες ότι εγώ... πώς..."
Η ερώτηση μετέωρη. Παίρνει το χειρόγραφο και το σφίγγει στον κόρφο του, όπως παλιό αγαπημένο πρόσωπο. Κι ο Κωνσταντίνος χαμογελά. Ακτινοβολεί ολόκληρος. Πρώτη φορά τον βλέπει έτσι. Κι ο Κέρβερος στα πόδια του με τις μικρές φωνούλες της αφοσίωσης.
Η αδημονία τον κυριεύει. Θέλει να μάθει τώρα, να μάθει ποιος είναι, τι σημαίνει αυτή η μεταμόρφωση. "Θα μου μιλήσεις, σήμερα θα μου μιλήσεις, δεν μπορώ να περιμένω άλλο, ήρθε η ώρα."
Ο Κωνσταντίνος κοιτάζει μακριά τους δρόμους που άφησε πίσω του για να φτάσει σ' αυτή τη σατινένια σάρκα που ευωδιάζει.
"Ναι, ήρθε η ώρα! Ετοίμασε το τραπέζι με όλα τα καλά, μέλι και γάλα και σταφύλι και καθαρό νερό. Φέρε και δυο κούπες κόκκινο κρασί, άκρατον οίνον, θέλω να πιω... έχω ανάγκη να γευτώ το αίμα της γης, να το νιώσω στις φλέβες μου... ύστερα θα σου μιλήσω."
Τρεμούλιασε από τη συγκίνηση. Έστρωσε στο τραπέζι το λινό τραπεζομάντιλο που του είχε φέρει δώρο η κυρά Λένη, η γυναίκα του κυρ Μαθέου, και έβαλε επάνω όλα τα καλά του κόσμου. Γάλα και μέλι κεχριμπάρι και σταφύλι πρώιμο και μια μποτίλια κόκκινο μυρωδάτο κρασί. Σήκωσαν το ποτήρι κι η ματιά τους αγκαλιάστηκε σαν μαγνήτης. Δυο κόσμοι διαφορετικοί, που αντάμωναν στις παρυφές του χρόνου, για να συμπληρώσει ο ένας τον άλλον, να χωνευτεί ο ένας μέσα στη γνώση του άλλου, να αγαπηθεί, να τελειωθεί ο ένας στη σιωπή του άλλου, να σπαράξει από τον θρίαμβο της παρουσίας του.
Τα χέρια τους μετέωρα ακόμα, μια καμπύλη του θριάμβου. Και στα πρόσωπά τους η ευτυχία έχει τόσο διαφορετικό νόημα. Για τον Κωνσταντίνο είναι η μνήμη. Θυμήθηκε τη ζωή και το θάνατό του, τις παλίρροιες των βυθών, τη μεγάλη δίψα. Θυμήθηκε τον Ιεζεκιήλ και τον Ιεροκλή, τον Ιερό Πάπυρο, τον αγώνα που έκανε να βγει από τα ερείπια, την ευφυϊα του.
Για τον Φοίβο πάλι, που τίποτε δεν ξέρει από όλα αυτά κι ούτε να μαντέψει μπορεί, τούτη η στιγμή είναι η ανταπόδωση της αγάπης. Όποιος κι αν είναι ο Κωνσταντίνος, όποια ιστορία κι αν κουβαλά, τούτη την ώρα αποθεώνει την αγάπη, αυτή τη λατρεία που τον έφερε εξόριστο στα πέρατα της αγωνίας του, να περπατήσει γυμνός και ξυπόλητος τα μονοπάτια της ψυχής του.
"Στην αλάνθαστη συνάντησή μας!" λέει ο Κωνσταντίνος, και φέρνει το κρασί στο στόμα.
Η γεύση τον τρελαίνει. Αδειάζει το ποτήρι και το ξαναγεμίζει. Και πάλι το αδειάζει παράφορος. Νιώθει τον κόκκινο μεθυστικό χυμό ως τις άκρες του ολοκαίνουριου κορμιού του, και κλείνει τα μάτια, να ζήσει την άφατη ευδαιμονία.
"Στην αλάνθαστη συνάντησή μας!" λέει και ο Φοίβος, προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο, "με ποια έννοια αλάνθαστη;"
Δεν απαντά, όπως πάντα. Κοιτάζει το τοπίο τυλιγμένο στο θαμπό κρύσταλλο, και σκιρτά. Είναι δικό μου, το κέρδισα ξανά. Και νιώθει μέσα του να σέρνονται οι δρόμοι της περιπλάνησής του, οι σκοτεινοί δρόμοι της ιστορίας του.


Ο Φοίβος περιμένει, με τα νεύρα τεντωμένα. Για κείνον οι στιγμές είναι μαζί και αγωνία. Δεν ξέρει τι θα μάθει. Τι ζητά από κείνον ο Κωνσταντίνος. Και κάπου φοβάται μήπως συνεχίσει το παιχνίδι της σιωπής. Όμως δεν έχει άλλα περιθώρια υπομονής. Ή τώρα ή ποτέ. Θα πάρει την αγωνία του και θα φύγει, θα χαθεί, δεν αντέχει άλλο το μυστήριο που κουβαλά - αυτή η μεταμόρφωσή του τον αναστάτωσε.
Ο Κωνσταντίνος τον κοιτάζει σοβαρός.
"Ποτέ δεν έπαιξα με τη σιωπή, κι ούτε μπορείς να μαντέψεις από πού πέρασα για να φτάσω εδώ. Θα σου μιλήσω, ναι, θα σου πω όσα μπορείς να καταλάβεις. Τα άλλα θα τα κάνεις μουσική. Αυτή θα σε ελευθερώσει από μένα. Θυμάσαι, όταν σε συνάντησα την πρώτη φορά, σου είπα πως είσαι ο Ορφέας. Αυτό το χειρόγραφο που σου έφερα, το υπογράφεις ως Ορφέας. Για μένα, αυτός είσαι."
Τα χέρια του Φοίβου τρέμουν, καθώς κρατούν ακόμα το ποτήρι με το κρασί. Αισθάνεται παγιδεμένος στην ερωτική σαγήνη που ασκεί επάνω του ο Κωνσταντίνος, παγιδεμένος στα επτασφράγιστα μυστικά που κουβαλά, στην ακατανίκητη ομορφιά του, στην ευφυϊα του, στην υπερφυσική δύναμή του.
"Μα δεν θέλω να ελευθερωθώ από σένα, του λέει με θυμό, θέλω να σε γνωρίσω..."

Ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσε με απαίτηση. Κι ο Κωνσταντίνος ταράχτηκε.
Αν τον εγκατέλειπε τώρα, ήταν χαμένος. Είχε ανάγκη από τη μελωδία του για να ελευθερωθεί από τον ’δη, να αναμετρηθεί μαζί του, όπως του είχε πει ο Ιεροκλής. Κι ακόμα, σκεφτόταν πως όσα κέρδισε τα χρωστούσε στον Φοίβο, στην χωρίς όρους αποδοχή του.
Κούνησε το κεφάλι και τα μάτια του σκοτείνιασαν. Έλεγε πως είναι δυνατός, ενώ στο βάθος ήταν ακόμα πολύ αδύναμος. Η παραμικρή ταραχή γινόταν σκοτεινιά στο σώμα του. Κι ο Φοίβος ήξερε πως σε τέτοιες στιγμές, έπινε νερό. Και έτρεξε να του φέρει φρέσκο. Πήρε μια γυάλινη κανάτα και κατέβηκε στη βρύση του κήπου, αυτή που έπαιρνε το νερό κατευθείαν από την πηγή, δροσερό νερό πεντακάθαρο. Όμως σήμερα του φάνηκε θολό και, όπως γέμισε την κανάτα, την άδειασε ευθύς πάνω σ' εκείνα τα αυλάκια της λάσπης, που ήταν κάτω από τον εξώστη. Καλύτερα να του δώσω εμφιαλωμένο, σκέφτηκε. Όμως όταν ανέβηκε επάνω, βρήκε έναν Κωνσταντίνο έξαλλο.
Τι ήταν εκείνη η στιγμή που είδε τον Φοίβο να χύνει άσκεφτα το νερό στα αυλάκια της λάσπης... Μια μικρή, ασήμαντη στιγμή, που μεγεθύνθηκε, ξαφνικά, και μετακίνησε βίαια τα χίλια χρόνια μέσα του, μετακίνησε το χρόνο. Και ξύπνησαν οι αιώνες της δίψας, οι αιώνες της μεγάλης στέρησης, ξύπνησε ο πόνος της στάχτης, που φλόγιζε το πληγωμένο σώμα του. Και πετάχτηκε σαν γίγαντας επάνω. Ορθώθηκε παράφορος.
"Πώς μπορείς να πετάς στη λάσπη το νερό... να το χύνεις με τόση περιφρόνηση... είναι γιατί δεν έζησες εσύ τη μεγάλη δίψα... δεν ζητιάνεψες τη μία σταγόνα."
Δεν ήξερε τι έλεγε. Η στέρηση, που ξύπνησε άγρια μέσα του, τον τρέλαινε. Τα μάτια του άστραφταν. Έτρεμε ολόκληρος. Θυμήθηκε τους καιρούς που ήθελε να γίνει νερό, να γίνει μία σταγόνα νερό, μία τέλεια σταγόνα, που θα κρατούσε τη μνήμη του για πάντα - μνήμη του πόνου και της άσωτης δίψας. Θα ήταν εκείνος μέσα στη μία τέλεια σταγόνα. Κι αν είχε γίνει έτσι, σήμερα ο Φοίβος θα τον πετούσε με την ίδια περιφρόνηση στις λάσπες. Μια τρέλα έδερνε το μυαλό του, μια άγρια παραφροσύνη.
"Εσύ δεν ξέρεις τίποτα από τη μεγάλη δίψα... όμως εγώ αιώνες ικέτευα τις πηγές για μια σταγόνα νερό... εγώ που έζησα το μαρτύριο της στάχτης."
Ο Φοίβος πισωπάτησε έντρομος. Πρώτη φορά έβλεπε έναν Κωνσταντίνο έτσι παράφορο, να τρέμει από οργή. Και, πάνω απ' όλα, δεν κατάλαβε γιατί. Έβρισκε τόσο παράλογη την συμπεριφορά του. Κι εκείνο το "εγώ αιώνες ικέτευα τις πηγές..." του φάνηκε ακατανόητο και λίγο αστείο.
Περιμένει να ηρεμήσει και να του ζητήσει συγγνώμη. Όμως, αντίθετα, τον βλέπει που δρασκελάει τον εξώστη σαν τσακάλι και κατεβαίνει κάτω, με το κανάτι στο χέρι.Ύστερα, με την ίδια παραφορά, προσπαθεί να βγάλει το νερό από τα μόρια της λάσπης, το ίδιο νερό, αυτό που εκείνος έχυσε.
Τον βλέπει που γονατίζει πάνω στα μικρά λασπώδη αυλάκια, αποφασισμένος να το πάρει πίσω... να γυρίσει πίσω το χρόνο, να τσακίσει το βέλος του, να καταργήσει την εντροπία.

Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό: Να γυρίσει πίσω το χρόνο, να τον απορρυθμίσει, να μπει στην αδησώπητη ροή του και να την αντιστρέψει, να βρει τη στιγμή: πριν το νερό χυθεί. Πρέπει να το πάρω πίσω από τις λάσπες, αυτό το συγκεκριμένο νερό, έλεγε τρελαμένος, αυτό θέλω, σαν να ήταν αυτή η σταγόνα που τον περιείχε, το πρωταρχικό στοιχείο της ψυχής του, όταν πονούσε, η αρχή του κόσμου.

Και το πήρε.
Το σπασμένο βέλος του χρονου τον κοιτάζει τώρα κατάματα.
Εκείνος μπόρεσε να το τσακίσει και να το στρέψει πίσω, ανοίγοντας δρόμο στο Αδύνατο.


Διακρίσεις: 

1966: Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα για το σύνολο του έργου της.
1986: Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά της Η Μαρούλα της Λήμνου.
1996: Βραβείο Πεζογραφίας του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημά της Με τη Λάμπα Θυέλλης.
2001: Θεατρικό Βραβείο του Κρατικού Διαγωνισμού του Υπουργείου Πολιτισμού για το θεατρικό έργο της Πλωτή Νύχτα.
Η ποιητική της συλλογή Μυστικό Πέρασμα ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο (1991).


E-mail:  mpothou@otenet.gr
Website:  https://marialampadaridoupothou.gr/